Η Σοφία Κ. μαθήτρια της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου, στις δύο προηγούμενες τάξεις ήταν πολύ καλή σε ό,τι αφορά την κοινωνική της συμπεριφορά και τη μάθηση. Στην Τρίτη τάξη η συμπεριφορά της άλλαξε. Δεν ήθελε να πάει στο σχολείο, δεν έδινε σημασία στα μαθήματα, οι σχέσεις με τους συμμαθητές της και το προσωπικό του σχολείου δεν είναι καλές. Η δασκάλα της, που την ήξερε από τις δύο προηγούμενες τάξεις, ανησύχησε και το συζήτησε με την διευθύντρια του σχολείου και τον σύμβουλο. Κλήθηκε η μητέρα της Σ. στο σχολείο και συζήτησαν το πρόβλημα του παιδιού. Από το οικογενειακό ιστορικό διαπιστώθηκε, ότι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, είχε έλθει στην οικογένεια ένα νεογέννητο αδελφάκι. Διαπιστώθηκε ακόμη, ότι όλα τα ενήλικα πρόσωπα της οικογένειας γονείς, παππούς, γιαγιά είχαν στρέψει την προσοχή και το ενδιαφέρον τους στο νεογέννητο μωρό, με το σκεπτικό, ότι το μωρό έχει περισσότερη ανάγκη από περιποίηση και φροντίδα. Δεν σκέφτηκαν όμως, ότι και η Σ. είναι ακόμη παιδί και έχει κι εκείνη ανάγκη από την προσοχή και το ενδιαφέρον τους.
Η Σ. από τη μια στιγμή στην άλλη έχασε τα πάντα. Ενώ μέχρι την έλευση του αδελφού της αυτή ήταν στο κέντρο του ενδιαφέροντος όλων, ξαφνικά τέθηκε στο περιθώριο. Το μόνο που την απασχολούσε πλέον ήταν, ότι στο εξής γονείς, παππούς, γιαγιά θα νοιάζονται μόνο για τον αδελφό της. Έπρεπε, λοιπόν, να βρει τρόπο να ανακτήσει την προσοχή και το ενδιαφέρον που είχε χάσει. Και αποφάσισε, ότι ο μόνος τρόπος ήταν να αλλάξει τη δική της συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτό πίστευε, ότι αφενός θα τους τιμωρήσει για την «αδικία» που της έκαμαν και αφετέρου θα κερδίσει το χαμένο έδαφος. Έτσι διαμορφώθηκε η συμπεριφορά που περιγράφουμε παραπάνω. Τα παιδιά, όταν νομίζουν ότι αδικούνται ή όταν θέλουν να διεκδικήσουν κάτι που δικαιούνται, χρησιμοποιούν διάφορους μηχανισμούς.
Αφού συμφώνησαν στην αιτία του προβλήματος, σχεδίασαν το πρόγραμμα που θα εφαρμόσουν για την αλλαγή της συμπεριφοράς της Σ. Το πρόγραμμα περιελάμβανε τα εξής:
◊ Όλα τα μέλη της οικογένειας να δείχνουν ενδιαφέρον για τη Σ. όπως και πριν γεννηθεί το αδελφάκι της.
◊ Ο μπαμπάς όταν επιστρέφει από τη δουλειά του στο σπίτι, να παίρνει τη Σ. αγκαλιά, να τη φιλάει, να τη ρωτάει πώς πήγε στο σχολείο, πώς πέρασε τη μέρα της κ.τ.ό. Και αφού ασχοληθεί μαζί της δέκα λεπτά περίπου θα της πει: Πάμε τώρα να δούμε και το αδελφάκι σου;
◊ Η μαμά να εμπλέκει τη Σ. στη φροντίδα του μωρού. Για παράδειγμα, όταν κάνει το μπάνιο του μωρού θα παίρνει μαζί της τη Σ., «να τη βοηθήσει», π.χ. να της δώσει την πετσέτα να σκουπίσουν το μωρό, την κρεμοσάπουνο του μωρού κ.τ.ό. Στο τέλος να την ευχαριστήσει για τη βοήθειά της και να της πει: τώρα το μωρό μας δεν μπορεί ακόμη να φροντίζει τον εαυτό του, όπως εσύ… Να ξέρεις όμως, ότι καταλαβαίνει ότι το βοηθάς και το αγαπάς και είμαι σίγουρη, ότι κι αυτό θα σε αγαπάει πολύ.
◊ Κάθε φορά που η Σ. κάνει κάτι καλό στο σπίτι ή στο σχολείο να την επιβραβεύουν.
Το πρόγραμμα εφαρμόστηκε με ακρίβεια. Μετά από δύο μήνες το πρόβλημα της Σ. είχε λυθεί. Ξαναβρήκε τον εαυτό της, τη χαμένη καλή διάθεσή της και όλα επανήλθαν εκεί που ήταν πριν από τη γέννηση του μωρού. Η Σ. ηρέμησε, συνέχισε το σχολείο κανονικά χωρίς προβλήματα και η οικογένεια απαλλάχτηκε από ένα επίμονο
και δικαιολογημένο άγχος !
Τι λένε οι έρευνες
Ψυχολογικές έρευνες και μελέτες (Herbert, 1989, Dreikurs, 1972, Παρασκευόπουλος, χ.έ. κ.ά.) δείχνουν ότι: α) το κλίμα που επικρατεί στην οικογένεια επηρεάζει την ανάπτυξη και την προσαρμογή των παιδιών και β) κύριοι συντελεστές για τη διαμόρφωση του κλίματος αυτού είναι οι γονείς και τα άλλα πρόσωπα παππούς, γιαγιά κ.λπ. της οικογένειας. Όλες οι έρευνες για την ανατροφή των παιδιών δείχνουν, ότι η βία, η αδιαφορία, η απόρριψη, η αυταρχική στάση των γονέων, αλλά και η υπερπροστασία και η υπερβολική ανεκτικότητα, υποχωρητικότητα και ελευθερία δεν συμβάλλουν στην ομαλή ανάπτυξη και προσαρμογή των παιδιών. Το μέτρο και ο λογικός συνδυασμός ανεκτικότητας, αποδοχής και ενθαρρυντικής στάσης των γονέων οδηγούν συνήθως στη δημιουργία κοινωνικών, φιλικών, ώριμων και συναισθηματικά ισορροπημένων ατόμων. Ατόμων με καλή αυτοϊδέα, αυτογνωσία, αυτοεκτίμηση και σιγουριά, με ενεργητικότητα, δημιουργικότητα και καλές επιδόσεις στην προσωπική, στην κοινωνική τους ζωή και στη μάθηση.
Συμπέρασμα
Κάθε φορά που παρατηρούν οι γονείς κάτι ασύνηθες στα παιδιά τους, πρέπει πρώτα να κάνουν την αυτοκριτική τους. Να σκεφτούν δηλαδή και να καταλήξουν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, σχετικά με τη δική τους στάση και συμπεριφορά. Και, αν χρειάζεται, να αλλάξουν πρώτα τη δικής τους στάση και συμπεριφορά και μετά να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τα παιδιά τους.
Βέβαια, δεν είναι εύκολο σε όλους τους γονείς να αλλάζουν συνήθειες και αντιλήψεις μιας ζωής. Ωστόσο, έχει αποδειχθεί, ότι όταν οι γονείς αναζητούν με ειλικρίνεια και τόλμη και βρίσκουν ποιος από τους παρακάτω γονείς τους ταιριάζει περισσότερο,
⌊Αυταρχικός—ανταγωνιστικός —απορριπτικός— υπερπροστατευτικός
—Δημοκρατικός⌋
έχουν κάνει ήδη το πρώτο μεγάλο βήμα. Το βήμα της αυτογνωσίας.
Το επόμενο βήμα, το βήμα της αυτορρύθμισης, δηλαδή οι αλλαγές που πρέπει να κάμουν στη στάση τους και στη συμπεριφορά τους προς τα παιδιά τους, είναι -πιστέψτε με- πιο εύκολο από το πρώτο. Αν από την αυτοκριτική που θα κάμουν διαπιστώσουν, ότι ανήκουν στους αυταρχικούς ή στους ανταγωνιστικούς ή στους απορριπτικούς ή στους υπερπροστατευτικούς γονείς, ας σκεφτούν σημεία που πρέπει να αλλάξουν και να τα αντικαταστήσουν με χαρακτηριστικά του δημοκρατικού γονέα ¹ (Χρηστάκης, 2012: 92-96).
Το παιδί που μεγαλώνει με δημοκρατικούς γονείς γίνεται ενεργητικό, δημιουργικό, με καλή αυτοϊδέα και αυτοεκτίμηση, με χαλαρή τήρηση των κανόνων συμπεριφοράς, με πειθαρχία, η οποία σταδιακά μετατρέπεται σε αυτοπειθαρχία και σε ικανότητα να αναλαμβάνει ρόλους όταν ενηλικιώνεται. Συνήθως, έχει συναισθηματική ισορροπία, καλή κοινωνική προσαρμογή, καλές διαπροσωπικές σχέσεις, καλές επιδόσεις στο σχολείο και στην επαγγελματική του ζωή αργότερα.
____________________________________________________________________________
- Τα χαρακτηριστικά του δημοκρατικού γονέα είναι τα εξής: Δείχνει ανεκτικότητα με τήρηση των λογικών ορίων. Δείχνει στοργή, εμπιστοσύνη, ενδιαφέρον και ενθαρρύνει το παιδί προς την αυτονομία, Αποδέχεται το παιδί του όπως είναι, με τις χάρες του και τα ελαττώματά του, με τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του και προσπαθεί να το βοηθήσει να γίνει καλύτερο. Όταν το παρατηρεί για κάτι που έκαμε και δεν είναι σωστό, διατηρεί την ψυχραιμία του και επικοινωνεί με το παιδί ήρεμα και όχι με διατακτικό ύφος. Διατηρεί καλή σχέση με το παιδί και παρακολουθεί διακριτικά τη συμπεριφορά του, ιδιαίτερα στην περίοδο της εφηβικής ηλικίας.