Στρες
Το στρες είναι ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, ειδικά με τους ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς της καθημερινότητας στους οποίους πρέπει να ανταποκριθεί ο σύγχρονος άνθρωπος.
Υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να οριστεί το στρες:
1. Ως ένα ερέθισμα που προκαλεί ψυχολογική ένταση: Τέτοιο ερέθισμα μπορεί να είναι κάποιο φυσικό φαινόμενο ή μία σημαντική αλλαγή στη ζωή μας ή μία επικείμενη «δοκιμασία», όπως για παράδειγμα μία συνέντευξη για δουλειά.
2. Ως σωματική και ψυχολογική αντίδραση σε ψυχοπιεστικούς παράγοντες: Σε αυτή την περίπτωση το στρες έρχεται ως απάντηση σε διάφορα γεγονότα.
3. Ως μία διεργασία η οποία βασίζεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντος (Lazarus & Folkman,1984). Η επίδραση του περιβαλλοντικού γεγονότος που καθορίζει το βαθμό στρες εξαρτάται από πολλούς ατομικούς παράγοντες, καθώς και από τις σκέψεις του ατόμου και τις απαιτήσεις μιας κατάστασης και για τις ικανότητες του.
Με νευροφυσιολογικούς όρους ως στρες ορίζεται «το σύνολο των αλλαγών που συμβαίνουν στον οργανισμό όταν απειλείται ή κινδυνεύει από κάποιο ερέθισμα ή κατάσταση». Τα ερεθίσματα μπορεί να είναι φυσικά, ψυχικά ή συναισθηματικά και πραγματικά. Επίσης μπορεί να προέρχονται είτε από το εξωτερικό είτε από το εσωτερικό περιβάλλον του ατόμου. Όσον αφορά στον λειτουργικό ορισμό του στρες ορίζεται ως εξής : «Ο μηχανισμός προετοιμασίας και προστασίας του οργανισμού για καταστάσεις κινδύνου όπου κινητοποιούνται όλα τα συστήματα του οργανισμού έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ή αντιμετώπιση της απειλής και κατ’ επέκταση η επιβίωση του» (Παπαδάτου, 2005).
Γνωστική Αξιολόγηση του στρες
Η αντίληψη για το στρες εξαρτάται από μία διαδικασία γνωστικής αξιολόγησης, κατά την οποία το άτομο προβαίνει σε μια εκτίμηση της σημασίας των γεγονότων και των αποθεμάτων που έχει στη διάθεση του για να τα αντιμετωπίσει (Cohen & Lazarus,1983; Lazarus, 1999). Η διαδικασία της Γνωστικής Αξιολόγησης αφορά στην εκτίμηση του αν ένα γεγονός απειλεί βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα την ευεξία του ατόμου και στο αν είναι διαθέσιμοι οι απαραίτητοι πόροι για την αντιμετώπιση της απειλής. Με τον όρο απειλή εννοούμε την υποκειμενική εκτίμηση των πιθανών αρνητικών συνεπειών ενός στρεσογόνου ερεθίσματος βάσει υποκειμενικών αντιλήψεων, προσδοκιών ή αναμνήσεων (Παπαδάτου, 2005). Μεγαλύτερο είναι το στρες αν το άτομο πιστεύει ότι τα γεγονότα είναι αρνητικά, ανεξέλεγκτα, διφορούμενα, απρόβλεπτα ή αν απαιτούν κάποιο είδος προσαρμογής (Lazarus, 1999; Lazarus& Folman, 1984).
Η Γνωστική αξιολόγηση γίνεται σε δύο φάσεις:
- Τη φάση της πρωτογενούς αξιολόγησης: Το άτομο αξιολογεί αν ένα γεγονός το αφορά και ενδέχεται να έχει επιπτώσεις που το επηρεάζουν.
- Τη Φάση της δευτερογενούς αξιολόγησης: Το άτομο αξιολογεί αν και ως ποιο σημείο οι προσωπικές ικανότητες και τα αποθέματά του επαρκούν ώστε να ξεπεράσει την απειλή της ενδεχόμενης βλάβης.
Αφού ολοκληρωθεί η γνωστική αξιολόγηση μπορεί κανείς να προχωρήσει σε δράση, δηλαδή σε γνωστικές ή συναισθηματικές αλλαγές, αλλά και σε αλλαγές σε επίπεδο φυσιολογίας ή συμπεριφοράς (Παπαδάτου, 2005).
Συνέπειες του στρες
Το στρες μέχρι ένα βαθμό είναι απαραίτητο στη ζωή του ατόμου καθώς το προετοιμάζει να τα βγάλει πέρα με αρνητικές ή επικίνδυνες καταστάσεις και μπορεί μέχρι κάποιο βαθμό να είναι και παραγωγικό. Η συνέχιση του όμως για μακρό χρονικό διάστημα αρχίζει να φέρει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία. Το στρες επιφέρει στον οργανισμό ορμονικές αλλαγές που στόχο έχουν να τον προετοιμάσουν για την αντιμετώπιση ενός επερχόμενου κινδύνου. Παράλληλα όμως οι ορμονικές αυτές αλλαγές προκαλούν έντονα συμπτώματα όπως εφίδρωση, γρήγορη αναπνοή, γρήγορους καρδιακούς παλμούς και ένταση των μυών. Οι αλλαγές αυτές και τα συνακόλουθα συμπτώματα φυσιολογικά, μόλις περάσει ο κίνδυνος πρέπει να σταματούν και ο οργανισμός να επανέρχεται στην προηγούμενη κατάσταση ηρεμίας. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή οι αντιδράσεις δεν σταματήσουν, προκύπτουν εντονότερα συμπτώματα όπως μυϊκοί πόνοι, αδυναμία στα πόδια, έντονη εφίδρωση, τρέμουλο, δύσκολη και άτακτη αναπνοή, φούσκωμα ή πόνος στο στομάχι και δυνατοί ή γρήγοροι καρδιακοί παλμοί.
Τα υψηλά επίπεδα στρες αυξάνουν την πιθανότητα υιοθέτησης συμπεριφορών που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία. Για παράδειγμα το χρόνιο καθημερινό στρες είναι δυνατό να οδηγήσει στην παραμέληση της φροντίδας του εαυτού, αφιερώνοντας λίγο ή και καθόλου χρόνο στην σωματική άσκηση και στην ξεκούραση, στην αντιμετώπιση του στρες μέσω της υιοθέτησης ανθυγιεινών βραχυπρόθεσμα ευχάριστων συμπεριφορών, όπως η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, καπνού και καφέ, καθώς και στην αύξηση της πιθανότητας το άτομο να τραυματιστεί κατά τη διάρκεια της εργασίας ή της οδήγησης.
Άγχος
Το άγχος είναι ένας όρος πολύ διαδεδομένος στο καθημερινό λεξικό. Ο Barlow το 2001 όρισε το άγχος ως ένα δυσάρεστο υποκειμενικό βίωμα που συσχετίζεται με την αίσθηση του κινδύνου, δηλαδή με τη σκέψη ότι κάτι κακό θα συμβεί, και εκδηλώνεται με τις ίδιες σωματικές αντιδράσεις όπως και ο φόβος. Στην περίπτωση του άγχους όμως η εκτίμηση του κινδύνου δεν είναι ρεαλιστική και η συναισθηματική έκφραση είναι υπερβολική (όπ. αναφ. στο Χριστοπούλου Α, 2008). Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες (Endler & Kocovski, 2001), το άγχος μπορεί να χωριστεί σε Χαρακτηρολογικό (trait anxiety) όπου αφορά στην προδιάθεση του ατόμου να αντιδρά σε πολλές εξωτερικές καταστάσεις με έναν ορισμένο βαθμό άγχους και σε Καταστασιακό (state anxiety), όπου αφορά στο επίπεδο του άγχους που βιώνει το άτομο ως αντίδραση σε μια συγκεκριμένη εξωτερική συνθήκη ή ένα ερέθισμα και ποικίλλει. Βάσει του DSM-IV-TR για να χαρακτηριστεί το άγχος παθολογικό υπάρχουν δύο κριτήρια: Η υποκειμενική ενόχληση ή οδύνη που αισθάνεται ο πάσχων και το κατά πόσον το άγχος περιορίζει τη λειτουργικότητα του ατόμου σε σημαντικούς τομείς, δηλαδή στους κοινωνικούς, επαγγελματικούς ή προσωπικούς τομείς της ζωής (Χριστοπούλου, 2008).
Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση προβλημάτων που σχετίζονται με το άγχος
Όπως προαναφέρθηκε, όλοι μπορεί να αισθανθούν άγχος, όμως δεν επηρεάζονται στον ίδιο βαθμό από αυτό. Κάποιοι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία και περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κάποια προβλήματα που σχετίζονται με το άγχος.
Κάποιοι από τους συνηθέστερους παράγοντες κινδύνου είναι:
1. Ο τύπος της προσωπικότητας: Στις αρχές του 1950 οι καρδιολόγοι Meyer Friedman και Ray Rosenman έκαναν το συσχετισμό ενός τύπου προσωπικότητας, της προσωπικότητας τύπου Α, που συνδέεται με αυξημένη αρτηριακή πίεση και με άλλα προβλήματα υγείας που έχουν να κάνουν με την ψυχολογική πίεση. Συγκεκριμένα ασθενείς με αυξημένη αρτηριακή πίεση ή αλλά καρδιολογικά προβλήματα παρουσίαζαν μία διαρκή ανησυχία, βρίσκονταν υπ’ ατμόν και είχαν την τάση να κάθονται στην άκρη της καρέκλας, σαν να επρόκειτο ανά πάσα στιγμή να φύγουν τρέχοντας. Τα άτομα με προσωπικότητα τύπου Α είναι υπερβολικά ανταγωνιστικά και καταβάλλουν προσπάθεια για να πετύχουν όλο και μεγαλύτερους στόχους, ενώ ταυτόχρονα διακρίνονται από ένα αίσθημα βιασύνης, ανυπομονησίας και επιθετικότητας προς τους γύρω τους ( Martin & Dimatteo, 2006) . Είναι αισιόδοξο όμως το γεγονός ότι τα άτομα με προσωπικότητα «τύπου Α», είναι σε θέση να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τα πράγματα και φυσικά να επωφεληθούν από αυτές τις αλλαγές (Kennerley, 1999).
2. Το οικογενειακό ιστορικό: Σύμφωνα με έρευνες, οι αγχώδεις διαταραχές μπορεί να μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά στα μέλη ορισμένων οικογενειών. Βέβαια αυτό μπορεί να μην οφείλεται μόνο σε γενετικές επιδράσεις, αλλά να οφείλεται και στην παρατήρηση της συμπεριφοράς των μελών της οικογένειας και στις προειδοποιήσεις τους για διάφορους κινδύνους.
3. Τα αγχογόνα γεγονότα ζωής: Αυτά μπορεί να είναι συγκεκριμένα γεγονότα, όπως για παράδειγμα ένα τροχαίο ατύχημα , είτε να είναι συνεχή, όπως οι οικονομικές δυσκολίες. Το 1967 οι Holmes & Rahe μελέτησαν το πώς επιδρούν κάποια αγχογόνα γεγονότα στον άνθρωπο και τι πιθανότητες έχουν να οδηγήσουν αυτά τα γεγονότα σε ασθένεια. Δημιούργησαν έτσι την κλίμακα Holmes & Rahe, στην οποία το κάθε «γεγονός ζωής» έχει διαφορετικό βαθμό επιβάρυνσης. Στην κλίμακα (παρατίθεται στο παράρτημα) παρατηρεί κανείς ότι δεν είναι απαραίτητο κάποιο γεγονός να είναι δυσάρεστο για να προκαλέσει. Γεγονότα όπως ο γάμος, η εγκυμοσύνη μπορεί να είναι εξίσου αγχογόνα με την απόλυση από τη δουλειά ή το θάνατο ενός κοντινού φίλου. Βέβαια σπάνια τα γεγονότα ζωής εμφανίζονται μεμονωμένα. Για παράδειγμα, η απόλυση σχετίζεται με οικονομικά προβλήματα, ενώ ο γάμος συνήθως μπορεί να συνδέεται με κάποια αλλαγή στον επαγγελματικό τομέα ή με μετακόμιση (Kennerley, 1999).
4. Το ψυχολογικό στυλ : Ο τρόπος που σκέφτεται κανείς και τα διεργασιακά λάθη που κάνει (όπως η καταστροφική σκέψη ή τα αυθαίρετα συμπεράσματα) συμβάλλουν στην έναρξη της ανησυχίας και του άγχους.
5. Το στυλ και οι δεξιότητες αντιμετώπισης: Όλοι οι άνθρωποι αναπτύσσουν κάποιες δεξιότητες για να ανταπεξέλθουν στα αγχογόνα γεγονότα ή χρησιμοποιούν κάποιους μηχανισμούς άμυνας. Υπάρχουν όμως και κάποιες ακατάλληλες στρατηγικές που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος, όπως η κατανάλωση αλκοόλ και η χρήση ουσιών.
6. Η κοινωνική υποστήριξη: Η κοινωνική υποστήριξη μπορεί να έχει τη μορφή μιας ή περισσοτέρων ιδιαίτερα στενών και εμπιστευτικών σχέσεων ή/και ενός εκτεταμένου δικτύου υποστηρικτικών επαφών, όπως οι συνάδελφοι στη δουλειά. Το άτομο γίνεται πιο ευάλωτο στα ψυχολογικά προβλήματα όταν δεν έχει κανέναν στον οποίο να μπορεί να εκμυστηρευτεί ότι το απασχολεί και ακόμη περισσότερο αν βιώνει την απώλεια ενός πολύ καλού φίλου στον οποίο μπορούσε να εμπιστευτεί τα προβλήματα του. Όσο περισσότερη υποστήριξη υπάρχει από το περιβάλλον του, τόσο ισχυρότερη είναι η προστασία απέναντι σε τραυματικά και αγχογόνα γεγονότα. Κατά συνέπεια η κοινωνική υποστήριξη είναι εξαιρετικά σημαντική σε περιόδους σημαντικών γεγονότων και κρίσεων (Kennerley , 1999).
Αγχώδεις διαταραχές
Στις αγχώδεις διαταραχές το έκδηλο άγχος είναι το βασικό σύμπτωμα. Ο προσδιορισμός των αγχωδών διαταραχών με αυτό το κριτήριο αποτελεί εξέλιξη της τελευταίας εικοσιπενταετίας. Μέχρι το 1980 το ταξινομικό σύστημα δεν ξεχώριζε το έκδηλο άγχος από το λανθάνον, αλλά ομαδοποιούσε όλες τις διαταραχές βάσει του ψυχαναλυτικού κριτηρίου, σύμφωνα με το οποίο ορισμένες διαταραχές, οι ονομαζόμενες «νευρώσεις», οφείλονται σε άγχος είτε έκδηλης είτε λανθάνουσας μορφής. Ως νευρώσεις περιγράφονταν οι διαταραχές που στο DSM-IV-TR ονομάζονται αγχώδεις, σωματόμορφες και αποσυνδετικές διαταραχές. Στις δύο τελευταίες κατηγορίες το άγχος δεν είναι έκδηλο, αλλά σύμφωνα με την ψυχαναλυτική προσέγγιση, υπάρχει σε λανθάνουσα μορφή και διαδραματίζει βασικό αιτιολογικό ρόλο. Η έμφαση σε έκδηλα παρατηρήσιμα κριτήρια που έθεσε το DSM οδήγησε στη διαφοροποίηση των τριών ομάδων, ωστόσο το ICD-10 αναφέρεται σε νευρωσικές διαταραχές στις οποίες περιλαμβάνονται οι αγχώδεις και οι αποσυνδετικές διαταραχές ( Χριστοπούλου, 2008, σελ. 135).
Οι βασικές αγχώδεις διαταραχές κατά το DSM- IV- TR:
• Διαταραχή Πανικού
• Αγοραφοβία χωρίς ιστορικό διαταραχής πανικού
• Κοινωνική Φοβία
• Ειδική Φοβία
• Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή
• Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες
• Διαταραχή Οξέος Στρες
• Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή
• Αγχώδης Διαταραχή οφειλόμενη σε σωματική κατάσταση
• Αγχώδης Διαταραχή προκαλούμενη από ουσίες
• Αγχώδης Διαταραχή μη προσδιοριζόμενη αλλιώς.
Στις αγχώδεις διαταραχές παρατηρείται μεγάλη συνοσηρότητα με άλλες διαταραχές, όπως οι διαταραχές προσωπικότητας ή οι διαταραχές της διάθεσης (Brown, 1996).
Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, το να έχουμε στρες ή να νιώθουμε άγχος ως ένα σημείο είναι φυσιολογικό και μάλιστα μπορεί να είναι και αυτό που λέμε “δημιουργικό άγχος”. Στην περίπτωση όμως που βλέπουμε ότι το άγχος αυτό μας δημιουργεί δυσκολίες στην καθημερινή μας ζωή και στο πως αισθανόμαστε, τότε δεν θα πρέπει να διστάζουμε να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό, έτσι ώστε να μας βοηθήσει να εντοπίσουμε την πηγή του άγχους μας αλλά και να μάθουμε τρόπους να το διαχειριζόμαστε.
Ενδεικτικές Βιβλιογραφικές Αναφορές
• Χριστοπούλου, Ά. (2008). Εισαγωγή στην ψυχοπαθολογία του ενήλικα. (Έ. Τερζίογλου, Επιμ.) Αθήνα: Τόπος.
• Παπαδάτου, Δ. (2009). Πανεπιστημιακές Σημειώσεις στο Μάθημα Ψυχολογία της Υγείας. Μη δημοσιευμένο χειρόγραφο.