Οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις των τελευταίων ετών σε συνδυασμό με την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας δημιούργησαν νέα δεδομένα, τα οποία επηρεάζουν σοβαρά το παρόν και το μέλλον του ανθρώπου σε παγκόσμιο επίπεδο. Μια νέα εποχή έχει ήδη διαμορφωθεί, με κύρια χαρακτηριστικά: (i) τις κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις, (ii) τη δραστική αλλαγή στη δημιουργία, την πρόσβαση και την κατάκτηση της γνώσης, (iii) τις καινοτομίες και (iv) την αλλαγή των όρων, των συνθηκών και των απαιτήσεων που προκύπτουν για τον σχεδιασμό, την οργάνωση και τη λειτουργία της προσωπικής, της κοινωνικής και της επαγγελματικής ζωής του ανθρώπου.
Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας οι κοινωνίες και τα εκπαιδευτικά συστήματα είναι αλληλοεξαρτώμενα. Συνεπώς, για την ομαλή πορεία και την προσαρμογή του ανθρώπου, χρειάζονται σοβαρές αλλαγές στην εκπαίδευση.
Με αφορμή τη συζήτηση που έγινε πρόσφατα στη Βουλή και την ψήφιση του Νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας, για την αναβάθμιση του σχολείου, θεωρώ σκόπιμο να συζητήσουμε και εκτός Βουλής το θέμα αυτό, καθώς είναι δεδομένο, ότι το είδος, η οργάνωση και η λειτουργία του σχολείου και το έργο που παράγεται σ’ αυτό αποτελούν τη βάση για τη διαμόρφωση του αυριανού πολίτη και το μέλλον τόσο του ίδιου όσο και της χώρας του.
Το θέμα αυτό δεν είναι καινούριο. Εμφανίζεται κατά καιρούς με έμφαση και μερικές φορές με οξείες αντιπαραθέσεις και καθολική αμφισβήτηση.
Σύντομη ιστορική ανασκόπηση
Μια σειρά μελετών που είδαν το φως της δημοσιότητας στο τέλος της δεκαετίας του ΄60 και στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 και είχαν παγκόσμια απήχηση, καλλιέργησαν την εντύπωση ότι το σχολείο απέτυχε να διαδραματίσει τον μορφοποιητικό ρόλο του. Έτσι τέθηκε σε αμφισβήτηση η επάρκειά του και η ικανότητά του να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Την άποψη αυτή συμμερίστηκαν ερευνητές διαφόρων ειδικοτήτων και κυρίως κοινωνιολόγοι των Αγγλοσαξονικών χωρών. Και στις δύο παραλίες του Ατλαντικού αμφισβητήθηκε ο ρόλος και η συμβολή του σχολείου στην κοινωνικοποίηση και την προσαρμογή των παιδιών και κρίθηκε ως περιθωριακός (Χρηστάκης, 2001 & 2011: 91-93). Το 1966 ο Αμερικανός
Coleman σε μια κλασσική έκθεσή του έγραφε: «Η ακαδημαϊκή επίδοση και η κοινωνική προσαρμογή του παιδιού ελάχιστα εξαρτάται από τη σχολική του εκπαίδευση». Ένα έτος αργότερα, το 1967, ο Plowden, στην Αγγλία, με έκθεσή του, επιβεβαίωνε πανηγυρικά την άποψη του Coleman, τονίζοντας ότι «οι οικογενειακές επιδράσεις υπερφαλαγγίζουν τις σχολικές». Λίγο αργότερα, το 1970, ο Bernstein τόνισε αρνητικά την αποτελεσματικότητα της σχολικής επίδρασης. «Η εκπαίδευση δεν μπορεί να αναπληρώσει την κοινωνική ανισότητα», ήταν το βασικό του πόρισμα.
Σήμερα, το σχολείο δέχεται κριτική σε παγκόσμιο επίπεδο. Θεωρείται περιορισμένη η δυνατότητα θετικής επίδρασής του στο παιδί και τονίζεται η καθοριστική σημασία που έχουν οι κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως είναι, για παράδειγμα, το διαδίκτυο. Ωστόσο, όλοι συμφωνούν ότι το σχολείο εξακολουθεί να διατηρεί, τουλάχιστο για το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών, θέση σοβαρής θετικής επίδρασης σε ό,τι αφορά την πρόληψη και την αντιμετώπιση των προβλημάτων των παιδιών και των εφήβων. Την άποψη αυτή επιβεβαιώνουν πολλές έρευνες, ενώ όλοι οι ερευνητές υποστηρίζουν πλέον την άποψη, ότι η αμφισβήτηση του σχολείου ήταν υπερβολική.
Αναφέρεται ως πλέον έγκυρη η έρευνα του Rutter1 (1979), γνωστή με τον τίτλο «Η έρευνα των 15.000 ωρών». Η έρευνα αυτή περιέλαβε μεγάλο αριθμό σχολείων της αστικής περιοχής του Λονδίνου και κατέγραψε τη συμπεριφορά των μαθητών του δείγματος σε όλες τις πτυχές και σε όλη τη διάρκεια της φοίτησής τους στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Το ερώτημα ήταν:
– Το σχολείο επιδρά θετικά πάνω στη συμπεριφορά και την επίδοση των μαθητών;
Μερικά από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε έρευνα ήταν τα ακόλουθα:
α. Υπάρχουν αισθητές διαφορές μεταξύ των σχολείων, ακόμη και για σχολεία της ίδιας περιφέρειας. Οι διαφορές αυτές αναφέρονται κυρίως στη φοίτηση, στην προσαρμογή, στα ποσοστά επιτυχίας στις εξετάσεις και στην κοινωνική ή αντικοινωνική συμπεριφορά των παιδιών και των εφήβων.
β. Υπάρχουν αποδείξεις, ότι υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ των σχολικών διαδικασιών και της κοινωνικοποίησης των μαθητών. Φαίνεται ότι το σχολείο ευθύνεται για τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται ή δεν επιτυγχάνονται, σε ό,τι αφορά την κοινωνική προσαρμογή των παιδιών και των εφήβων.
Παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι ερευνητές σήμερα υποστηρίζουν την άποψη, ότι το σχολείο είναι αυτό που αναλαμβάνει τον κοινωνικοποιητικό ρόλο της οικογένειας, με σύγχρονες διαδικασίες κοινωνικοποίησης, που προετοιμάζουν το παιδί/έφηβο να σταθεί σωστά απέναντι στην κοινωνία (Κωνσταντίνου, 1990).
Τα συμπεράσματα αυτά δεν υποβαθμίζουν τη σημασία και τη συμβολή των εξωσχολικών παραγόντων και ιδιαίτερα της οικογένειας στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης και της προσαρμογής των παιδιών. Επιβεβαιώνεται, ωστόσο, η άποψη, ότι το σχολείο εξακολουθεί να είναι ένας πολύ σοβαρός κοινωνικοποιητικός οργανισμός, ο σοβαρότερος μετά την οικογένεια, και υπογραμμίζεται η ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί και να ενισχυθεί ο ρόλος του και κυρίως οι στρατηγικές με τις οποίες πραγματώνεται, ώστε να είναι περισσότερο αποτελεσματικός σε ό,τι αφορά την πρόληψη και την αντιμετώπιση των προβλημάτων των μαθητών και τη διαμόρφωση του αυριανού δυναμικού και δημιουργικού πολίτη.
Το σημερινό σχολείο
Σώθηκε, λοιπόν, το σχολείο από την κριτική που ασκήθηκε στη δεκαετία του 1960 και 1970 και θεωρείται έκτοτε ο σημαντικότερος κοινωνικοποιητικός οργανισμός, μετά την οικογένεια, για τα παιδιά και τους εφήβους.
Παραμένει, ωστόσο, το ερώτημα:
– Είναι το σχολείο που χρειάζεται σήμερα η κοινωνία και ο σύγχρονος άνθρωπος; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του;
Παρά τη γενική αποδοχή του, με βάση τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας, του σύγχρονου ανθρώπου και την προοπτική του αυριανού παγκόσμιου πολίτη, εξακολουθεί να έχει σοβαρές ελλείψεις, αδυναμίες και ανεπάρκειες. Ποια είναι, λοιπόν η ταυτότητά του;
Το σημερινό σχολείο είναι κυρίως φορέας παροχής θεωρητικών γνώσεων (Μυλωνάκης, 2020). Οι οικονομικές εξελίξεις, η παγκοσμιοποίηση και ο ανταγωνισμός συνέβαλαν, ώστε το σχολείο να διολισθήσει και να καταλήξει στο γνωσιοκεντρικό σχολείο. Ελάχιστα ή καθόλου καλλιεργεί την δημιουργική σκέψη, την καινοτομία, και τις δεξιότητες που πρέπει να δεσπόζουν στα αναλυτικά προγράμματα (ή προγράμματα σπουδών) όλων των σχολείων, από το νηπιαγωγείο μέχρι και το λύκειο. Ειδικότερα, τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι προσανατολισμένα στην επιτυχία των πάσης φύσεως εξετάσεων, ενώ το λύκειο έχει καταντήσει τμήμα προετοιμασίας των μαθητών για τις πανελλήνιες εξετάσεις.
Οι μέθοδοι διδασκαλίας που χρησιμοποιούνται, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ευνοούν την αποστήθιση, αντί να επιδιώκουν την ανάπτυξη κριτικής και δημιουργικής σκέψης, ενώ το σύστημα των εξετάσεων στηρίζεται αποκλειστικά στην απομνημόνευση.
Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά, το σημερινό σχολείο δεν προετοιμάζει το παιδί και τον έφηβο για την αυριανή κοινωνία και επιχειρηματικότητα, η οποία θα είναι πολύ πιο περίπλοκη σε σχέση με τη σημερινή και θα απαιτεί κριτική και δημιουργική σκέψη, για να μπορεί ο άνθρωπος να κατανοεί και να βιώνει τις γρήγορες εξελίξεις και αλλαγές που σημειώνονται ήδη στον κοινωνικό, στον πολιτισμικό, στον πολιτικό και στον οικονομικό τομέα, προκειμένου να πετυχαίνει την ομαλή προσαρμογή στο περιβάλλον του, καθώς θα είναι αναγκασμένος να λειτουργεί με την ιδιότητα και τα χαρακτηριστικά του παγκόσμιου πολίτη.
Η ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου σχολείου
Ο σημερινός άνθρωπος είναι αναγκασμένος να ζει σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, με κύρια χαρακτηριστικά: τη διεθνοποίηση, την πολυπολιτισμικότητα, τη γρήγορη παραγωγή γνώσης, την καινοτομία και την ανταλλαγή ιδεών (Χρηστάκης, 2015). Ωστόσο, σήμερα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και παραγωγή γνώσης, η προσέγγιση στη μάθηση έχει παραμείνει παραδοσιακή. Είναι αυτονόητο, ότι δεν μπορεί να γίνονται νέα πράγματα με παλιές συνταγές. Συνεπώς, πρέπει να γίνουν σοβαρές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, προκειμένου ο άνθρωπος του 21ου αιώνα να ανταποκριθεί στα νέα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα που έχουν προκύψει.
Ένα σημαντικό συμπέρασμα που προέκυψε από το συνέδριο του Ιδρύματος Λαμπράκη (2013), με θέμα «Εκπαίδευση και Καινοτομία στον 21ο αιώνα» ήταν το εξής (Πρακτικά συνεδρίου, 2013, σ. 68): “Η εκπαίδευση και η κατάρτιση καλούνται να προετοιμάσουν τους ανθρώπους για ταχύτερες αλλαγές από ότι ποτέ στο παρελθόν, για δουλειές που δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμη, με την αξιοποίηση τεχνολογιών, που δεν έχουν εφευρεθεί ακόμη και για την επίλυση προβλημάτων, που δεν μπορούμε ακόμη να διανοηθούμε ότι θα προκύψουν. Η εκπαίδευση και η καινοτομία αποτελούν καταλύτη για την ευημερία στο μέλλον”.
Μετά το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ στη Λισσαβώνα (2000), αναγνωρίζεται ότι για να μπορεί ο πολίτης να συμμετέχει στις κοινωνικές δραστηριότητες και να επιτυγχάνει την προσωπική του ολοκλήρωση, εκτός από τις παραδοσιακές δεξιότητες της ανάγνωσης, της γραφής και της αριθμητικής, απαιτούνται και άλλες δεξιότητες, όπως είναι η πληροφορική, οι ξένες γλώσσες, η τεχνολογία, η επιχειρηματικότητα και οι κοινωνικές δεξιότητες. Παράλληλα, η ΕΕ και οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί (ΟΗΕ και ΟΟΣΑ) απευθύνουν συστάσεις προς τις κυβερνήσεις για αναθεώρηση των εκπαιδευτικών συστημάτων με έμφαση στους ακόλουθους τομείς: (i) Σκοπός και στόχοι της εκπαίδευσης, (ii) Περιεχόμενο και δομή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και των βιβλίων. (iii) Στρατηγικές και μέθοδοι διδασκαλίας.
Κύριες επιδιώξεις της εκπαίδευσης και του σχολείου πλέον πρέπει να είναι οι εξής (UNESCO, 2012):
α. Η ύλη και η δομή των αναλυτικών προγραμμάτων και των βιβλίων πρέπει να ευνοούν την ανάπτυξη κριτικής και δημιουργικής σκέψης και τη χρήση και την εφαρμογή των γνώσεων και των δεξιοτήτων των μαθητών σε νέα δεδομένα. Είναι γνωστό, ότι οι απόφοιτοι των πανεπιστημίων μας σήμερα έχουν θεωρητική γνώση του αντικειμένου που σπουδάζουν, αλλά δεν είναι έτοιμοι να εργαστούν, γιατί δεν συνδέεται η εκπαίδευση με την εργασία. Η θεωρητική εκπαίδευση πρέπει να συμπληρώνεται με τη μαθητεία (Χρηστάκης, 2006:283-286).
β. Οι διδακτικές μέθοδοι και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται πρέπει να δίδουν έμφαση στην ανάπτυξη νοητικών ικανοτήτων, στην κριτική και δημιουργική σκέψη, στη μεταγνώση, στις ομαδοσυνεργατικές στρατηγικές, στη βιωματική και επικοινωνιακή διάσταση της διδασκαλίας και στη χρήση των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής (Τριλιανός, 2004:269-280), χωρίς να παραγνωρίζεται και να παραμελείται η ανθρωπιστική διάσταση της διδακτικής εργασίας.
Η διδασκαλία, σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να είναι μαθητοκεντρική (Παπάς, 1990). Να οδηγεί σε αναστοχασμό και αναδόμηση των γνώσεων που έχει κατακτήσει ο μαθητής. Να ευνοεί την ατομική και συλλογική προσπάθεια. Να αναπτύσσει το ενδιαφέρον για αυτομάθηση, ώστε αφενός να αποκτά νέες γνώσεις και
αφετέρου να μετασχηματίζει αυτές που έχει, ώστε να γίνουν διαχειρίσιμες και χρηστικές.
Επίλογος
Είναι κοινό μυστικό, ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της σημερινής κοινωνίας είναι η βία, η εγκληματικότητα, η κακοποίηση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, ακόμη και μικρών παιδιών. Ο αλληλοσεβασμός, η αλληλεγγύη και οι πανανθρώπινες ηθικές και κοινωνικές αξίες έχουν εκλείψει. Κι αυτό, γιατί το εκπαιδευτικό μας σύστημα, με εξαίρεση λίγους φωτισμένους εκπαιδευτικούς, είναι γνωσιοκεντρικό. Μόνη απάντηση στο πρόβλημα αυτό είναι η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος και η μετατροπή του από γνωσιοκεντρικό σε ανθρωποκεντρικό. Σε ένα σύστημα που θα μαθαίνει το παιδί πώς να μαθαίνει, για να μπορεί να επιβιώνει στην ούτως ή άλλως ανταγωνιστική κοινωνία που ζούμε, αλλά ταυτόχρονα να στοχεύει στη διαμόρφωση του ηθικού και κοινωνικού ανθρώπου, με την πλατιά έννοια των όρων, με ένα αξιακό σύστημα διαφορετικό από το σημερινό. Η ανάγνωση, η γραφή κ.τ.ό. τότε μόνο έχουν αξία όταν συμβάλλουν να γίνουν τα παιδιά μας άνθρωποι!
1 Ο Rutter είναι Άγγλος ψυχίατρος και θεωρείται εξέχουσα φυσιογνωμία στο χώρο της ψυχιατρικής και της εκπαίδευσης. Επειδή δεν ήθελε να δεχτεί αβασάνιστα τις αρνητικές θέσεις για το σχολείο και θεώρησε υπερβολική την αμφισβήτησή του, πραγματοποίησε την έρευνα αυτή, με σκοπό να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τις αρνητικές κρίσεις που κυκλοφόρησαν σε όλο τον κόσμο. 15.000 ήταν ο αριθμός των ωρών που φοιτούσαν οι μαθητές στα σχολεία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.