Γράφει Μπιθέλη Κωνσταντίνα*
Σύσσωμος ο νομικός κόσμος παρακολουθεί την κατάρρευση του κύρους της ποινικής διαδικασίας, από την άκρατη δημοσιότητα την οποία λαμβάνουν υποθέσεις ευρύτερου ενδιαφέροντος, είτε χάριν της φύσεως του διαπραχθέντος αδικήματος, είτε χάριν της αναγνωρισιμότητας των παραγόντων τους. Κατηγορούμενοι διαπομπεύονται, παθόντες βιώνουν καταστάσεις «δευτερογενούς θυματοποίησης», δικαστές και εισαγγελείς χλευάζονται για τις δικονομικές τους ενέργειες και για τις δικανικές τους κρίσεις, συνήγοροι απαξιώνονται ως άνθρωποι και ως επιστήμονες ταυτιζόμενοι στη συνείδηση της κοινής γνώμης με τους εντολείς τους.
Η Ποινική Δίκη μπορεί και πρέπει υπό προϋποθέσεις να αποτελεί αντικείμενο δημοσιογραφικής κάλυψης και έρευνας, όχι μόνον διότι η πληροφόρηση συνιστά θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα και μάλιστα Συνταγματικής περιωπής (αρ. 14 Σ και αρ. 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) αλλά και γιατί με αυτόν το τρόπο πραγματώνεται έστω και με παράγωγο τρόπο η «άμεση» δημοσιότητα της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας ως μέσο ελέγχου της δικαστικής εξουσίας (αρ. 93 παρ. 2 Σ). Σε ένα άλλο επίπεδο, η δημοσιοποίηση μέσω της ως άνω οδού του αποτελέσματος της ποινικής δίκης και δη της ποινής που καταλογίζεται στον εκάστοτε κατηγορούμενο, συνδράμει στην γενική πρόληψη του εγκλήματος ως μείζονα σκοπό του ποινικού νομοθέτη, ισάξιου με αυτόν της προσωπικής τιμωρίας του δράστη. Τέλος δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η δημοσιογραφική κάλυψη μίας Ποινικής Δίκης, θέτει τα θεμέλια της ιστορικής μνήμης καθώς πάνω σε αυτά θα πατήσει ο ιστορικός του μέλλοντος για να ανακαλέσει δικαστικά γεγονότα ιστορικής σημασίας.
Σήμερα που η πληροφορία «ρέει ορμητικά» στο διαδίκτυο, αναδεικνύεται περισσότερο από ποτέ, η ανάγκη τήρησης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και στο χώρο του δικαστικού ρεπορτάζ, χάριν προστασίας όχι μόνον του κύρους της Δικαιοσύνης αλλά και των παραγόντων της Ποινικής Δίκης. Δυστυχώς, καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες «τηλεδικών», και «τηλεδικαστηρίων» στις οποίες υποβαθμίζεται το σύνολο της ποινικής διαδικασίας, διαπιστώνουμε ότι η προστατευτική ασπίδα του απορρήτου της προδικασίας παραδίδεται διάτρητη στο φιλοθεάμον κοινό, κατηγορούμενοι, η ζωή των οποίων γίνεται ένα «ηδονοβλεπτικό» θέαμα κλειδαρότρυπας διαπομπεύονται, δικηγόροι «χορεύουν» στον χορό της τηλεθέασης ξεχνώντας τη δεοντολογία και του δικού τους επαγγέλματος, θύματα επιθέσεων κατά της γενετήσιας ελευθερίας καλούνται να «απολογηθούν» σε «τηλεοπτικά εδώλια» κλπ, εν άλλαις λέξεσι βιώνουμε μία παρακμή αξιών στο χώρο της ελεύθερης πληροφόρησης.
Τι θα γινόταν άραγε εάν η ΕΣΗΕΑ επέβαλε σοβαρές πειθαρχικές κυρώσεις σε όσους δημοσιογράφους αγνοούσαν των κώδικα δεοντολογίας τους, τι θα γινόταν επέκεινα εάν ο εκάστοτε δικηγορικός σύλλογος έπραττε ομοίως στα μέλη του, τέλος τι θα γινόταν εάν το ΕΣΡ επέβαλε αυστηρά πρόστιμα στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα κλπ;
Μήπως τότε θα επερχόταν μία αυτορρύθμιση του χώρου της ενημέρωσης στο δικαστικό ρεπορταζ;
Σε δεύτερο επίπεδο και πέραν των ως άνω μήπως θα έπρεπε ο κάθε πολίτης ερχόμενος αντιμέτωπος με τον προσωπικό του «δαίμονα» να τοποθετήσει τον εαυτό του στη θέση του κάθε κατηγορουμένου και κάθε θύματος και να σκεφτεί πως ο ίδιος θα ήθελε να αντιμετωπισθεί αν η υπόθεσή του έβλεπε τα φώτα της δημοσιότητας;
Εν κατακλείδι συνδυαστικώς τόσο η αυτορρύθμιση του εκάστοτε επαγγελματικού κλάδου, η εμπέδωση του κυρωτικού ρόλου των Αρχών, όσο και η ατομική συνείδηση του κάθε πολίτη – θεατή – δέκτη της δημοσιογραφικής ενημέρωσης, δύνανται να περιορίσουν το ως άνω φαινόμενο δημιουργώντας τα εχέγγυα ενός ανώτερου νομικού πολιτισμού στο οποίο και θα προστατεύονται εν τοις πράγμασι και όχι μόνο σε επίπεδο διακηρύξεων τα υποκείμενα μίας ποινικής διαδικασίας. Μόνο τότε θα μπορούμε να μιλάμε για ανεξάρτητη και αμερόληπτη δικαιοσύνη, κατηγορουμένους οι οποίοι απολαμβάνουν το τεκμήριο αθωότητας και θύματα τα οποία θα έχουν το θάρρος να εκπληρώσουν το δικονομικό τους ρόλο και να συνδράμουν στην διαδικασία της ουσιαστικής απονομής της δικαιοσύνης.