άτομο που κάνει ψυχοθεραπεία

«Κονστρουκτιβισμός»

Η προσέγγιση που εστιάζεται στη λύση είναι μία σχετικά καινούργια προσέγγιση που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 από τον de Shazer. Ανήκει στις βραχείες κονστρουκτιβιστικές προσεγγίσεις και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικίλες περιπτώσεις.

Ως «Κονστρουκτιβισμός» ορίζεται « η επιστημολογική θεώρηση κατά την οποία η γνώση της πραγματικότητας απορρέει από την υποκειμενική αντίληψη και τη συνακόλουθη κατασκευή ή επινόηση του κόσμου και όχι από την αντικειμενική ύπαρξη του κόσμου » (Δαμασκηνίδου, 2010, σελ.29) .

Στις κονστρουκτιβιστικές προσεγγίσεις ο σύμβουλος ή ο θεραπευτής δε θεωρείται ως ο ειδικός με την απόλυτη γνώση, αλλά θεωρείται ως ο παρατηρητής με τη δική του εκδοχή της πραγματικότητας. Ο συμβουλευόμενος ή πελάτης θεωρείται και εκείνος παρατηρητής με την αντίστοιχη δική του εκδοχή και έτσι έχει ενεργό ρόλο στη συμβουλευτική διαδικασία.

Ο κονστρουκτιβισμός στηρίζεται σε 3 υποθέσεις:

• Το άτομο θεωρείται ενεργός γνώστης που εμπλέκεται σκόπιμα στη διαδικασία κατανόησης του κόσμου του (McLeod, 2005).

• Για την κατανόηση αυτή η γλώσσα αποτελεί πρωταρχικό μέσο. Άλλωστε οι σύμβουλοι που έχουν κονστρουκτιβιστικό προσανατολισμό χρησιμοποιούν συχνά γλωσσολογικά προϊόντα όπως τις ιστορίες και τις μεταφορές, που θεωρούνται τρόποι διαμόρφωσης της εμπειρίας (McLeod, 2005).

• Υπάρχει αναπτυξιακή διάσταση στην ικανότητα του ατόμου να κατασκευάζει τον κόσμο του (McLeod, 2005).

Η προσέγγιση που εστιάζεται σε λύσεις είναι μια βραχείας διάρκειας μορφή συμβουλευτικής που έχει τις ρίζες της στο έργο του θεραπευτή Milton Erickson και την οικογενειακή συστημική θεραπεία (Murphy, 1996). Ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 από τον Steve de Shazer (DeShazer, 1985, 1988, 1990) στο Κέντρο Βραχείας Οικογενειακής Θεραπείας (Brief Family Therapy Centre) στο Μιλγουόκι και από μία ομάδα από συνεργάτες, μεταξύ των οποίων οι Insoo Kim Berg (Berg & Kelly, 2000), Yvonne Dolan (1991) και Bill O’ Hanlon (Rowan & O’ Hanlon, 1999) (McLeod, 2005). Είναι μία προσέγγιση προσανατολισμένη προς το μέλλον, σύντομη, κατά την οποία ο πελάτης και ο σύμβουλος συνεργάζονται και ξεκινούν μία συζήτηση πάνω στις λύσεις, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ο σύμβουλος δεν αποδέχεται και την ανάγκη του πελάτη να μιλήσει για το πρόβλημα του (McLeod, 2005).

Σημασία έχουν οι Λύσεις

Συνήθως στις παραδοσιακές μορφές ψυχοθεραπείας και συμβουλευτικής ο σύμβουλος ζητάει από τον πελάτη να περιγράψει με λεπτομέρειες το πρόβλημα του και αναζητά τα αίτια. Στην προσέγγιση που εστιάζεται σε λύσεις δεν έχει σημασία το πρόβλημα, αλλά οι λύσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί επικρατεί η άποψη ότι η «συζήτηση πάνω το πρόβλημα το διαιωνίζει και το διατηρεί στο επίκεντρο της ζωής του ατόμου και απομακρύνει την προσοχή του από τις λύσεις» (McLeod, 2005).

Σύμφωνα με τον de Shazer οι συνεδρίες αυτής της προσέγγισης είναι ουσιαστικά συζητήσεις που περιέχουν γλωσσικά παιχνίδια και εστιάζονται στο να αναδειχτούν εξαιρέσεις στο πρόβλημα, να καταλάβει δηλαδή ο πελάτης ότι το πρόβλημα δε συμβαίνει κάθε μέρα 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις. Επίσης σκοπός των συνεδριών είναι να περιγραφεί μία καινούργια ζωή για τον πελάτη και να επιβεβαιωθεί ότι πράγματι συμβαίνει η αλλαγή στη ζωή του (McLeod, 2005).

Τεχνικές που χρησιμοποιούνται

Η ερώτηση για το Θαύμα : Είναι μία ερώτηση που χρησιμοποιείται συχνά σε αυτή την προσέγγιση και βοηθά τον πελάτη να εστιάσει στο μέλλον. Την χρησιμοποίησε πρώτη φορά η Insoo Kim Berg ως απάντηση σε μία πελάτισσα του η οποία εξέφρασε με λύπη ότι μόνο ένα θαύμα θα άλλαζε την κατάσταση της ( DeJong & Berg, 1998). Είναι μία απολύτως ρεαλιστική ερώτηση, αφού το θαύμα συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο, στον κόσμο του πελάτη. Αποτελείται από τέσσερα μέρη:

1. Όταν συμβαίνει το θαύμα.
2. Το θαύμα πραγματοποιεί το στόχο.
3. Ο πελάτης «κοιμάται» (και γι’ αυτό δεν ξέρει τι συμβαίνει).
4. Η βήμα προς βήμα ανακάλυψη.

Συγκεκριμένα, ο σύμβουλος λέει στον πελάτη που έχει έρθει για επαγγελματική συμβουλευτική τα εξής: «Φαντάσου ότι έχεις πάει στο σπίτι σου για ύπνο, ξυπνάς το επόμενο πρωί και συνειδητοποιείς ότι έγινε ένα θαύμα και όλοι οι παράγοντες που θα σε ικανοποιούσαν στην εργασία σου υπάρχουν, γεγονός που σε κάνει να νιώθεις απέραντη ικανοποίηση».

Έπειτα από αυτό, ο σύμβουλος θέτει στον πελάτη κάποιες ερωτήσεις που θα τον βοηθήσουν να περιγράψει το θαύμα που έχει συμβεί:

  • Πως θα ξέρεις ότι συνέβη το θαύμα; Ποιες θα είναι οι πρώτες ενδείξεις;
  • Τι θα κάνεις με διαφορετικό τρόπο;
  • Πως θα νιώσεις;
  • Τι θα κάνεις με διαφορετικό τρόπο, για να δείξεις στους άλλους τι αισθάνεσαι;
  • Τι θα παρατηρήσουν οι άλλοι (πχ οικογένεια, φίλοι) σε σένα;
  • Τι θα κάνουν αυτοί που έχουν πελατειακές σχέσεις μαζί σου όταν παρατηρήσουν ότι το θαύμα έγινε;
  • Τι θα κάνουν οι συνάδελφοι σου για να σου δείξουν ότι το παρατήρησαν;
  • Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που θα κάνεις με διαφορετικό τρόπο για να αποδείξεις σε σένα και στους άλλους ότι το θαύμα έγινε;
    (Nathan & Hill, 2006, σελ. 138).

Κάτι άλλο που μπορεί να κάνει ο σύμβουλος για να χρησιμοποιώντας την ερώτηση αυτή είναι να κάνει αντανάκλαση περιεχομένου στα λόγια του πελάτη και έπειτα να θέσει μία επιπλέον ερώτηση και να συνεχίσει μετά ρωτώντας «Τι άλλο;» (O’ Connell, 2008). Καθώς κάποιοι σύμβουλοι ή θεραπευτές μπορεί να βρίσκουν δύσκολη την ερώτηση για το θαύμα, ο O’ Connell προτείνει άλλη μία εναλλακτική ερώτηση: « Αν σε συναντούσα μετά από μερικούς μήνες και μου έλεγες ότι τα πράγματα πηγαίνουν προς την κατεύθυνση που θέλεις, τι θα μου έλεγες; Ποιο θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα είχε συμβεί;» .

Μετά από την ερώτηση για το θαύμα οι πελάτες μπορεί είτε να μπερδευτούν είτε να πουν ότι δεν καταλάβανε. Αφού όμως το σκεφτούν δίνουν συγκεκριμένες απαντήσεις, οι οποίες μπορεί να αποτελέσουν και τους στόχους της συμβουλευτικής διαδικασίας ( De Shazer & Dolan, 2008).

Ανεύρεση εξαιρέσεων: Η τεχνική αυτή βασίζεται στη λογική του ότι το πρόβλημα όσο σοβαρό και αν είναι, υπάρχουν φορές που εξαφανίζεται ή που εμφανίζεται με μικρότερη ένταση, δε συμβαίνει δηλαδή στο 100 % του χρόνου. Έτσι λοιπόν ο σύμβουλος καλεί τον πελάτη να εντοπίσει αυτές τις στιγμές που το πρόβλημα δεν υπάρχει. Περιγράφοντας αυτές τις εξαιρέσεις οι πελάτες ακούν τον εαυτό τους να περιγράφει τις ενέργειες που έχουν κάνει και που μπορεί να τους βοηθήσουν να λύσουν το πρόβλημα (Miller, nd). Για παράδειγμα, στην επαγγελματική συμβουλευτική κάποιος που έχει χάσει πρόσφατα τη δουλειά του, μπορεί να περιγράψει μία στιγμή όπου παρακολούθησε ένα σεμινάριο που του έδωσε κάποιες επιπλέον γνώσεις. Η διαδικασία αυτή δεν είναι πάντα εύκολη για τον πελάτη και για αυτό το λόγο πρέπει ο σύμβουλος να μπορεί να τον βοηθήσει να εντοπίσει αυτές τις εξαιρέσεις θέτοντας ερωτήσεις. Η Miller αναφέρει το παράδειγμα ενός πελάτη που είναι πολύ φορτισμένος λόγω του ότι αναγκάζεται να αλλάξει συχνά επαγγέλματα και ο σύμβουλος τον ρωτάει αν υπήρξαν κάποιες φορές που να αισθάνθηκε πιο άνετα με αυτό το γεγονός και εκείνος αναφέρει κάποια στιγμή που συνάντησε μια φίλη του που μόλις είχε αλλάξει δουλειά και είπε ότι ήταν πολύ καλό. Στη συνέχεια ο σύμβουλος τον ρωτάει τι ακριβώς ήταν βοηθητικό σε αυτή την περίπτωση (Miller, n.d.). Οι ερωτήσεις που έχουν ως σκοπό την ανεύρεση εξαιρέσεων βοηθούν τον πελάτη να απομυθοποιήσει το πρόβλημα και να το δεις στις πραγματικές του διαστάσεις και ταυτόχρονα θέτοντας ως εφαλτήριο κάποια επιτυχία του πελάτη να τον βοηθήσουν να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του και τη ζωή του (McLeod, 2005).

Χρήση εύστοχων σλόγκαν: Ο σύμβουλος μπορεί να χρησιμοποιεί κάποιες μικρές καθημερινές φράσεις που στόχο έχουν να αντιληφθούν οι πελάτες κάποιες βασικές αρχές της προσέγγισης που εστιάζεται στις λύσεις. Κάποιες τέτοιες φράσεις είναι:

◊ «Μην μαστορεύεις κάτι που δεν έχει χαλάσει»

◊ «Αν δεν πιάνει τόπο μην το κάνεις»

◊ «Αν πιάνει τόπο, συνέχισε να το κάνεις»

◊ «Η συμβουλευτική διαδικασία δεν χρειάζεται να τραβά σε μάκρος»

◊ «Μικρές αλλαγές μπορεί να φέρουν μεγαλύτερες».
( McLeod, 2005)

Διαβάθμιση: Μία άλλη συνήθης τεχνική είναι αυτή της διαβάθμισης, η οποία είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να διευκολύνει τη συζήτηση για την αλλαγή, αλλά και για να μπορεί να μετρηθεί με κάποιον τρόπο η αλλαγή στα θέματα που απασχολούν τον πελάτη. Χρησιμοποιείται επίσης από τον σύμβουλο για να περιγράψει ο πελάτης έναν στόχο, να εντοπίσει εξαιρέσεις ή να μετρήσει το κίνητρο του για αλλαγή (Miller, n.d.). Όσον αφορά στη διαδικασία, ο σύμβουλος ζητάει από τον πελάτη να κατατάξει το πρόβλημα του σε μία κλίμακα που κυμαίνεται από το 0 έως το 10 και όπου το 0 είναι το χειρότερο δυνατό σημείο, ενώ το 10 το ιδανικό. Μόλις ο πελάτης κατατάξει τον εαυτό του σε ένα σημείο της κλίμακας ο σύμβουλος τον ρωτάει τι τον βοήθησε να είναι σε αυτό το σημείο και όχι σε κάποιο χαμηλότερο ή τι τον βοηθάει έτσι ώστε να μην επιστρέψει σε κάποιο χαμηλότερο σημείο. Στη συνέχεια, ο σύμβουλος ζητάει από τον πελάτη να εξετάσουν τι θα ήταν διαφορετικό αν βρισκόταν ένα βαθμό πιο πάνω στην κλίμακα και τι χρειάζεται για να φτάσει σε αυτό το σημείο (McLeod, 2005).

Έστω για παράδειγμα ότι έρχεται ένας πελάτης για επαγγελματική συμβουλευτική ο οποίος δεν μπορεί να αποφασίσει αν μία θέση εργασίας που του προτείνανε είναι κατάλληλη για εκείνον ή όχι. Η ερώτηση του συμβούλου με βάση την τεχνική της διαβάθμισης θα ήταν: « Από το 0 έως το 10 και αν το 0 σημαίνει ότι δεν ξέρεις καθόλου αν σου ταιριάζει η θέση, ενώ το 10 σημαίνει ότι είσαι σίγουρος ότι αυτή η θέση είναι για εσένα, που θα τοποθετούσες τον εαυτό;». Μετά την απάντηση του πελάτη η επόμενη ερώτηση θα ήταν: «Για ποιο λόγο είσαι σε αυτό το σημείο και όχι χαμηλότερα στην κλίμακα; » και έπειτα « τι θα χρειαζόταν για να ανέβεις και άλλο στην κλίμακα;». Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι μία εργαζόμενη η οποία έρχεται για επαγγελματική συμβουλευτική επειδή αντιμετωπίζει προβλήματα με τον προϊστάμενο της και αισθάνεται ότι δεν αναγνωρίζεται η δουλειά της. Ο σύμβουλος χρησιμοποιώντας την τεχνική της διαβάθμισης θα τη ρωτήσει στην κλίμακα από το 0 έως το 10, όπου το 0 είναι το χειρότερο σημείο και 10 το ιδανικό, που θα τοποθετούσε τη σχέση της με τον προϊστάμενο. Στη συνέχεια ανάλογα με την απάντηση της πελάτισσας, θα τη ρωτούσε τι θα έπρεπε να κάνει για να ανέβει ένα βαθμό στην κλίμακα. Ένας άλλος τρόπος να χρησιμοποιήσει ο σύμβουλος τη διαβάθμιση είναι να ρωτήσει σε ποιο σημείο της κλίμακας ο πελάτης τοποθετεί τον εαυτό του τώρα, σε ποιο σημείο βρισκόταν την προηγούμενη εβδομάδα και σε ποιο σημείο θα ήθελε να βρίσκεται. Στη συνέχεια ο πελάτης καλείται να απαντήσει σε ερωτήσεις που αφορούν στο τι έκανε διαφορετικό και ανέβηκε βαθμό στην κλίμακα ή τι άλλο χρειάζεται να κάνει για να φτάσει στον επιθυμητό βαθμό. Τέτοιου είδους ερωτήσεις έχουν ως σκοπό να ενθαρρύνουν τον πελάτη να δει τον εαυτό του σαν τον πιο κατάλληλο να ανακαλύψει το τι χρειάζεται για να φέρει αλλαγές.

Ανάθεση εργασιών για το σπίτι: Μετά το πέρας κάθε συνεδρίας ο σύμβουλος που ακολουθεί τη συγκεκριμένη προσέγγιση σκέφτεται για μερικά λεπτά σιωπηλός και ζητάει από τον πελάτη να κάνει και εκείνος το ίδιο. Εν συνεχεία, εκφράζει τον θαυμασμό του για ότι έχει καταφέρει ο πελάτης και ενισχύει την προσπάθεια του και τέλος του προτείνει μια εργασία που θα πρέπει να ολοκληρώσει για την επόμενη συνεδρία. Συνήθως στόχος της εργασίας είναι να συνεχίσει ο πελάτης μέχρι την επόμενη φορά να σκέφτεται εστιάζοντας σε λύσεις. Μία πιθανή εργασία θα ήταν το να σκεφτεί ο πελάτης κάτι καλό που συμβαίνει στον επαγγελματικό του χώρο και να το περιγράψει στον σύμβουλο την επόμενη φορά (McLeod, 2005).

Η ανάθεση εργασιών για το σπίτι χρησιμοποιείται και από άλλες προσεγγίσεις, όπως για παράδειγμα από τη Γνωσιακή- Συμπεριφοριστική. Η διαφορά όμως στην προσέγγιση που εστιάζεται στις λύσεις είναι ότι η εργασία αυτή καθ’ εαυτή δεν είναι απαραίτητη για την αλλαγή, οπότε και αν αυτή δεν ολοκληρωθεί δεν αναφέρεται απαραιτήτως από τον σύμβουλο. Το να μην ολοκληρωθεί μία εργασία μπορεί να σημαίνει ότι υπήρχε κάτι ρεαλιστικό, όπως δουλειά, που να μην επέτρεψε στον πελάτη να ολοκληρώσει την εργασία ή μπορεί ο πελάτης να θεώρησε ότι δεν θα του χρησιμεύσει σε κάτι ( De Shazer & Dolan, 2007).

Κατά πόσο είναι βοηθητική όμως η συγκεκριμένη προσέγγιση;

Η Παγκόσμια οικονομική κρίση και η ολοένα αυξανόμενη ανεργία, που είναι η βασική συνέπεια της, αποτελεί παράγοντα που έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές τόσο σε κοινωνικό, όσο και σε ατομικό επίπεδο. Η Ελλάδα αυτό το διάστημα έχει εισέλθει σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης που επηρεάζει διάφορους τομείς της καθημερινής ζωής, ανάμεσα στους οποίους και την ψυχική υγεία των πολιτών.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα, θα έλεγε κανείς ότι οι συνθήκες που διέπουν την κοινωνική κατάσταση είναι κάτι παραπάνω από δύσκολες και η ψυχοθεραπεία, η συμβουλευτική ή η επαγγελματική συμβουλευτική είναι κατά κάποιον τρόπο πολυτέλεια. Από την άλλη όμως, σε μία τέτοια περίοδο όπου πλέον η ανάγκη για γρήγορες και ορθές αποφάσεις είναι μεγαλύτερη από ποτέ, όπου εργαζόμενοι και μη έρχονται αρκετές φορές αντιμέτωποι με διλήμματα που αφορούν τη σταδιοδρομία τους και ξέρουν ότι ίσως από την απόφαση που θα πάρουν εξαρτάται το μέλλον τους, αλλά πολλές φορές και η επιβίωση τους, η υποστήριξη και η συμβουλευτική τόσο για τη λήψη αποφάσεων, όσο και για την ανάπτυξη δεξιοτήτων που θα βοηθήσουν τον πελάτη να πετύχει τους στόχους που ο ίδιος θέτει για τον εαυτό του είναι απαραίτητη. Μία βραχεία λοιπόν προσέγγιση που εστιάζεται στις λύσεις ίσως είναι αρκετά βοηθητική στην περίπτωση που θέλουμε να δουλέψουμε άμεσα ένα θέμα και να κάνουμε κάποια αλλαγή στη ζωή μας.

Ενδεικτικές Βιβλιογραφικές Αναφορές

1. De Shazer, S., & Berg, I. K. (1997). “What works?” Remarks on research aspects of Solution- Focus Brief Therapy. Journal of Family Therapy (19), pp. 121-124.
2. Nathan, R., & Hill, L. (2006). Επαγγελματική Συμβουλευτική: Η Συμβουλευτική Προσέγγιση της Επαγγελματικής Επιλογής και Σταδιοδρομίας. (Δ. Σιδηροπούλου- Δημακάκου, Μετάφραση- Επιστημονική Επιμέλεια). Αθήνα: Μεταίχμιο.
3. O’ Connell, B. (2001). Solution-Focused Stress Counselling. London: SAGE Publications.
4. Sharf, R. S. (2002). Applying career development theory to counselling (3rd ed.). Pacific Grove, CA: Brooks/Cole.

Σχετικά με τον συντάκτη

Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας.

One comment for “Πάντα στα προβλήματα υπάρχουν και….. εξαιρέσεις

Αφήστε σχόλιο

ΧΟΡΗΓΟΙ

Επιστροφή στην κορυφή