Παναγιώτης Κουρουμπλής

Από τη Νάνσυ Φαφούτη.

Με το που μπαίνω στο γραφείο του στο υπουργείο Ναυτιλίας απλώνει το χέρι  του και μου κάνει μια δυνατή χειραψία. Με ρωτάει για την καταγωγή μου, παράλληλα το τηλέφωνό του χτυπάει κάθε λίγο και λιγάκι, κόσμος μπαινοβγαίνει και τον ενημερώνει για διάφορα υπηρεσιακά θέματα. Στο χέρι του κρατάει έναν βομβητή για να καλεί τους συνεργάτες του από το διπλανό γραφείο. Είναι έξαλλος με δημοσίευμα που αναφέρει ότι δεν υπάρχει πλήρης εικόνα για τη ρύπανση στον βυθό από τη βύθιση του δεξαμενόπλοιου Αγία Ζώνη

Βρίσκω την ευκαιρία και τον ρωτάω τι γίνεται με αυτή την υπόθεση.

Ερώτηση: Κύριε υπουργέ, κάποιοι αμφισβήτησαν την πετυχημένη απορρύπανση του Σαρωνικού από την πετρελαιοκηλίδα.

Απάντηση: Επιστρέφοντας από το Λονδίνο μετά το ατυχές αυτό γεγονός, κάτω από όλο αυτό το βάρος και τον ορυμαγδό των απαιτήσεων να παραιτηθώ, ο στόχος ήταν να προχωρήσουμε ενεργοποιώντας όλες τις δυνάμεις που διαθέτει η χώρα για να κερδίσουμε το στοίχημα της απορρύπανσης. Όποιος θέλει μπορεί να επισκεφθεί την περίμετρο αυτής της περιοχής. Και να μου πει αν υπάρχει η εικόνα που υπήρχε όλα αυτά τα χρόνια, με τα βράχια, τις πέτρες, τα χαλίκια και τα βότσαλα γεμάτα πίσσες. Τον προκαλώ να κάνει μια επιστημονική έρευνα. Προστατέψαμε το περιβάλλον, και αυτό δεν το λέμε εμείς. Σας πληροφορώ ότι όλοι δηλώνουν πως έγινε εξαιρετική δουλειά. Από τον Γ.Γ. του IMO (Διεθνής Οργανισμός Ναυσιπλοΐας), από εμπειρογνώμονες που έστειλε το λιμάνι του Ρότερνταμ, από εμπειρογνώμονες που έστειλε η πρεσβεία της Νορβηγίας. Και σήμερα προχωρούμε στην ολοκλήρωση. Ας μη λέμε συνεχώς άρρητα ρήματα στον βωμό της μικροπολιτικής.

Ερώτηση: Πώς θα μας περιγράφατε το 24ωρό σας;

Απάντηση: Καθημερινά σηκώνομαι γύρω στις 6 το πρωί και τρέχω στον διάδρομο περιττού 40 με 45 λεπτά, κάνω ένα μπάνιο και ετοιμάζομαι για το γραφείο.  Είναι πολύ φορτωμένο το πρόγραμμά μου. Σήμερα, η τελευταία μου υποχρέωση είναι στις 8:30 το βράδυ. Το πρωί έχω τα ραντεβού με τους υπηρεσιακούς και θεσμικούς παράγοντες που συνδέονται με τη Ναυτιλία και το απόγευμα παρόμοιες υποχρεώσεις και καλέσματα.

Ερώτηση: Τι σας χαλαρώνει;

Απάντηση: Στο σπίτι γυρνάω αργά, μιλάω λίγο με τα παιδιά, τη σύζυγο και με τους φίλους μου. Κάπως έτσι κυλάει η μέρα. Όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι σκέφτομαι τι πρέπει να κάνω την επομένη.

Ερώτηση: Τα παιδιά σας με τι ασχολούνται;

Απάντηση: Ο Λευτέρης είναι 26 χρονών και τελείωσε διατροφολογία – διαιτολογία και η Κατερίνα, που είναι 28, σπούδασε εσωτερική διακόσμηση. Και οι δύο δραστηριοποιούνται στον ιδιωτικό τομέα.

Ερώτηση: Πώς γνωρίσατε τη σύζυγό σας;

Απάντηση: Με την Ελένη είμαστε μαζί από το 1987 και τη γνώρισα όταν πήγα να εκπροσωπήσω την Ελλάδα σε ένα συνέδριο στη Βουλγαρία. Είναι Ελληνίδα, παιδί πολιτικών προσφύγων, και τότε σπούδαζε βιολογία στη Σόφια μ ειδίκευση στη μικροβιολογία, με μια υποτροφία του κομμουνιστικού κόμματος. Ένας Έλληνας συνταγματολόγος του Πανεπιστημίου, λοιπόν, με κάλεσε στο σπίτι του, γνωριστήκαμε, ήρθε στην Ελλάδα και παντρευτήκαμε.

Ερώτηση: Τι σας γοήτευσε σε εκείνη;

Απάντηση: Το ηχόχρωμα της φωνής και ο τρόπος που με χαιρετάει ένας άνθρωπος είναι δύο κριτήρια που υπολογίζω. Δύσκολα πέφτω έξω στον προσδιορισμό που επιχειρεί να κάνει το μυαλό μου, οπότε αυτά τα δύο με γοήτευσαν. Όταν συζητήσαμε, μου έκανε, επίσης, ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι ήταν ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων και ευγενής. Είχε την αθωότητα της κομμουνιστικής σκέψης και ήταν ένα κορίτσι που πίστευε ότι οι κοινωνίες μπορούν να γίνουν καλύτερες. Όταν φτιάχναμε το σπίτι μας, τη δεκαετία του ’80, μου έλεγε: «Τι το θες τόσο μεγάλο σπίτι; Μπορούμε να ζήσουμε και σε μικρότερο».

Ερώτηση: Όταν γνωρίζετε έναν άνθρωπο, ζητάτε να μάθετε πώς μοιάζει στην όψη, την ηλικία του;

Απάντηση: Κάνω έναν προσδιορισμό αλλά, αν θέλω να πιστοποιήσω αυτό που φαντάζομαι, ρωτάω κάποιον αν τα πράγματα είναι έτσι. Θεωρώ ότι το μυαλό του ανθρώπου έχει τεράστιες δυνατότητες και μπορεί να γεννήσει δεξιότητες.

Ερώτηση: Εσείς τι δεξιότητες αναπτύξατε αυτά τα χρόνια;

Απάντηση: Στον χώρο μου και στο σπίτι μου κυκλοφορώ μόνος μου. Έχω πλήρη αυτονομία. Δεν με δυσκολεύει τίποτα. Φαντάσου ότι, όταν τρώω το ψάρι, τρώω και το κεφάλι. Και όλοι εντυπωσιάζονται και λένε «πώς και δεν πνίγεται». Είμαι ένας άνθρωπος που έχασε το φως του σε ηλικία 10 ετών, που έχει στη μνήμη του τις παραστάσεις και τα χρώματα. Από εκεί και πέρα, η επεξεργασία που κάνει το μυαλό είναι εκείνη που σου δημιουργεί την αίσθηση και την αισθαντικότητα για το περιβάλλον όπου ζεις, ακόμα και για το πώς ντύνεσαι. Εμένα, για παράδειγμα, πάντα μου άρεσε να ντύνομαι προσεκτικά, να κάνω τους σωστούς συνδυασμούς, να φαντάζομαι τα λουλούδια, να ασχολούμαι με τον κήπο, γιατί μπορώ να καταλάβω ότι όλα αυτά ομορφαίνουν τη ζωή. Πιάνουν τα χέρια μου και με την αφή μπορώ να κάνω τα πάντα, γιατί υπάρχει ο μηχανισμός της έκτης αίσθησης. Ο οργανισμός απαντάει στη δυσκολία που βρίσκεται, ενεργοποιούνται τα αποθέματα του μυαλού και έτσι καλύπτονται πολλά κενά. Τις προάλλες ήρθε ένας γείτονας και ανέφερε ότι το παιδί του τού είπε το εξής: «Μπαμπά, ο πατέρας της Κατερίνας έγινε καλά. Βλέπει. Τον είδα να κλαδεύει».

Ερώτηση: Αλήθεια, πώς είναι για ένα παιδί 10 χρονών να μαθαίνει ότι δεν θα ξαναδεί;

Απάντηση: Όταν έγινε το ατύχημα και βρέθηκα σε ένα περιβάλλον απόλυτου σκοταδιού, ο κόσμος πίστευε ότι ένα παιδί που δεν βλέπει έχει χάσει το τρένο της ζωής, έχει χάσει την πορεία της ζωής και είναι μια χαμένη υπόθεση. Γι’ αυτό και μέσα μου προσπαθούσα να κάνω απλά πράγματα για να μπορέσω να πείσω το περιβάλλον μου ότι δεν είμαι χαμένη υπόθεση.

Ερώτηση: Θυμάστε εκείνη τη μέρα;

Απάντηση: Το ατύχημα έγινε στις 29 Μαΐου του 1961. Ήμουν ακριβώς 10 χρονών και μεγάλωνα σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, στο Ματσούκι, στην κοίτη του Αχελώου. Ήταν η μέρα του Αγίου Πνεύματος, δεν είχαμε σχολείο, ήμασταν μια παρέα επτά παιδιών στον Αχελώο και βρήκαμε τη χειροβομβίδα. Ένας φίλος μου που την επεξεργαζόταν σκοτώθηκε, εγώ έχασα εντελώς το φως μου και οι άλλοι φίλοι μου είχαν ελαφρούς τραυματισμούς. Λέω «εντελώς το φως μου» γιατί υπάρχουν πολλοί που δεν πιστεύουν ότι δεν βλέπω.

Ερώτηση: Βλέπετε αμυδρά κάποιες φιγούρες;

Απάντηση: Τίποτα. Υπάρχει πλήρης εξόρυξη. Απλώς, όπως λέω σε πολλούς, ο Θεός ή η φύση ή και τα δύο μαζί σου δίνουν τη δυνατότητα να ενεργοποιήσεις τα λεγάμενα ιαματικά κοιτάσματα της ψυχής και του μυαλού. Να μπορείς δηλαδή να καλύψεις και να υπερκαλύψεις αυτό το κενό που έχει δημιουργηθεί.

Ερώτηση: Οι γονείς σας πώς το διαχειρίστηκαν;

Απάντηση: Όταν έγινε αυτό το γεγονός και βρέθηκα πάλι στο χωριό μετά τη νοσηλεία στο νοσοκομείο, η μεν γιαγιά με έταζε στους αγίους, η δε μάνα μου έψαχνε γιατρούς και έκλαιγε. Ήμουν από μια αγροτική οικογένεια και η μάνα μου είπε στον πατέρα μου: «Πούλα ένα χωράφι να πας τον Πάνο στη Γερμανία». Οπότε τον Οκτώβριο του 1961 ο πατέρας μου ξεκίνησε από το χωριό χωρίς να ξέρει ούτε μία λέξη στα αγγλικά και με πήγε στη Βιέννη, γιατί ακουγόταν ότι υπήρχαν κάποιοι εξειδικευμένοι γιατροί. Αυτό το ταξίδι θα το θυμάμαι πάντα και θα σκέφτομαι το θάρρος που είχε αυτός ο άνθρωπος. Εκεί, ενώ οι δικοί μου πίστευαν ότι μπορεί να υπάρχει κάποια ελπίδα, οι γιατροί με εξέτασαν και διαπίστωσαν ότι είμαι τελείως τυφλός. Όταν γύρισα στο χωριό, κάποια στιγμή είπα στους γονείς μου: «Δεν θέλω ούτε γιατρούς, ούτε αγίους. θέλω να πάω στο σχολείο».

Ερώτηση: Πήγατε σε κοινό σχολείο;

Απάντηση: Αρχικά ξεκίνησα να πηγαίνω στο κοινό σχολείο της περιοχής, οι δάσκαλοι απλώς με ανέχονταν στην τάξη και δεν με προβίβαζαν. Για να πάω στο γυμνάσιο έπρεπε να πάω στη Σχολή Τυφλών στην Καλλιθέα και να τελειώσω το δημοτικό εκεί. Είχα συγγενείς στην Καλλιθέα και ήταν ανώδυνη η μετακίνηση. Η μάνα μου ήταν εντελώς αντίθετη στο να πάω γιατί νόμιζε ότι θα με έκλειναν σε κάποιο άσυλο. Εγώ όμως δεν ανεχόμουν ότι τα παιδιά που κάναμε παρέα προχωρούσαν και εγώ έμενα στάσιμος. Ήταν κάτι που με ταρακουνούσε. Στην αρχή, λοιπόν, μου καλλιεργούσαν την αίσθηση ότι σε δύο, σε πέντε μήνες θα φτιάξει η κατάσταση. Όταν όμως συνειδητοποίησα ότι δεν βλέπω, άρχισα να σκέφτομαι τι θα κάνω με τη ζωή μου. Θα μπορώ να κάνω οικογένεια; Θα μπορώ να παντρευτώ αυτήν που θα αγαπήσω; Θα μπορώ να γίνω δικηγόρος και να αγορεύω στα δικαστήρια; Αυτά τα ερωτήματα με στοίχειωναν. Στο μεταξύ, ξεκίνησα να αρμαθιάζω καπνά με τη βελόνα στο χωριό και να γίνομαι παραγωγικός σ’ αυτό. Στο χωριό δεν αισθανόμουν ότι δεν έβλεπα γιατί είχα μάθει πλέον να κυκλοφορώ και να πηγαίνω μόνος μου στα σπίτια. Και τώρα αν πάμε στο χωριό μπορώ να σε ξεναγήσω παντού και να σου λέω τίνος είναι το κάθε σπίτι. Ο πατέρας μου δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος, όμως δεν με άφησε ποτέ να αισθανθώ ότι ήμουν χαμένη υπόθεση, και αυτό έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Άκουγα τους ανθρώπους να έρχονται στο σπίτι και να λένε «το καημένο το παιδί, το δυστυχισμένο» και δεν μου άρεσε καθόλου. Δεν ήθελα να με λυπάται κανείς και αυτό άρχισε να με προκαλεί, γέννησε την αντίδρασή μου, τότε ψηλάφησα το φως μιας ελπίδας που με οδηγούσε να βγω από αυτό το αδιέξοδο και να διεκδικήσω αυτά που πίστευα και ήθελα να κάνω. Εκεί κατάλαβα ότι είχα δύο επιλογές: Η θα γινόμουν παρανάλωμα του οίκτου των άλλων, ή θα αντιστεκόμουν σ’ αυτό το κλίμα. Γύρω στα 12, έπιασα τη μάνα μου να κλαίει και τη ρώτησα: «Μάνα, γιατί κλαις;». Μου απάντησε «κλαίω για τον πατέρα μου που τον σκότωσαν οι Τούρκοι» και της είπα: «Μάνα, δεν κλαις για τον πατέρα σου, κλαις για μένα. Αλλά εγώ θα γίνω ο καλύτερος του χωριού».

Κάπως έτσι κανονίστηκε να πάω στη Σχολή Τυφλών στην Καλλιθέα, όπου με απέρριψαν λόγω ηλικίας, για να καταλήξω στη Θεσσαλονίκη. Όταν πήγα εκεί άκουσα τα αυτοκίνητα να περνούν απ’ έξω και αυτό μου δημιούργησε τη διάθεση να ανακαλύψω τον κόσμο. Ένιωθα ότι είμαι μέσα στη ζωή, μέσα στην κοινωνία Έμαθα τη γραφή Μπράιγ μέσα σε 12 μέρες και, όταν συνειδητοποίησα ότι μπορώ να γίνω δικηγόρος, άνοιξαν μέσα μου οι καταρράκτες της δύναμης. Μετά δύο χρόνια, με την παρέμβαση κάποιων ανθρώπων, με δέχτηκαν στη Σχολή Τυφλών της Καλλιθέας και τελείωσα το δημοτικό. Τον δεύτερο χρόνο στο γυμνάσιο η Σχολή με έδιωξε και επέστρεψα στο Αγρίνιο για να τελειώσω το εξατάξιο γυμνάσιο. Εκεί δεν ήμουν ένα κλασικό τυφλό παιδί. Ξεσήκωνα τα παιδιά, δημιουργούσα αντιδράσεις, μιλούσα για τον Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ ήταν χούντα, παρακολουθούσα τις διεθνείς ειδήσεις. Μπήκα στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών και ξεκίνησε ο αγώνας να δημιουργηθεί ένας φορέας για να διεκδικήσουμε τα δικαιώματα των τυφλών.

Ερώτηση: Αν σας έλεγαν ότι θα μπορούσατε να δείτε κάποιες εικόνες για λίγες ώρες ποιες θα ήταν αυτές;

Απάντηση: Δεν με ενδιαφέρει. Ειλικρινά, δεν είμαι από τους ανθρώπους που ξυπνούν το πρωί και η πρώτη τους σκέψη είναι «γιατί δεν βλέπω». Δεν με απασχολεί πλέον, γιατί ξέρω πώς είναι τα πράγματα επιστημονικά και θέλω να πατάω πάνω στην πραγματικότητα. Εκείνα που με απασχολούν είναι τα προβλήματα που θέλω να αντιμετωπίσω στη ζωή μου, στη δουλειά μου, στην πολιτική, στην οικογένειά μου. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο κινούμαι και πολλοί εντυπωσιάζονται γιατί νομίζουν ότι το πρώτο πράγμα που με απασχολεί είναι ότι δεν βλέπω. Πρώτον, μπορώ να ζήσω ακόμα και μόνος μου αν χρειαστεί. Επίσης, δεν είχα δυσκολία στις παρέες μου και τις σχέσεις μου με το άλλο φύλο. Ήταν πάντα ανοιχτές και δεν με περιόριζε το ότι δεν έβλεπα. Πάντα διαχειριζόμουν τη δυσκολία που γεννούσε η σχέση ενός ανθρώπου που βλέπει και ενός που δεν βλέπει. Πολλές φορές, επίσης, πολλοί άνθρωποι επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν εναντίον μου το γεγονός ότι δεν έβλεπα Και αυτό με πείσμωνε πιο πολύ να διεκδικώ πράγματα για τη ζωή μου.

Πηγή: «Down Town»

Σχετικά με τον συντάκτη

Η μοναδική, πλήρως προσβάσιμη για κάθε χρήστη, διαδραστική, κοινωνική πύλη ενημέρωσης στην Ελλάδα!

Αφήστε σχόλιο

ΧΟΡΗΓΟΙ

Επιστροφή στην κορυφή