Εθελοντικός τουρισμός: Μήπως κάνεις περισσότερο κακό παρά καλό;
Οι νέοι τουρίστες πληρώνουν χιλιάδες ευρώ προκειμένου να ταξιδέψουν σε φτωχές χώρες για να προσφέρουν εθελοντικά βοήθεια. Πόσο καλό όμως κάνουν και ποιος ωφελείται στην πραγματικότητα;
Η 15χρονη Αμερικανίδα Pippa Biddle βρισκόταν στην Τανζανία με συμμαθήτριες και καθηγητές της. Καταβάλλοντας 3.000 δολάρια ο καθένας, είχαν την ευκαιρία να βοηθήσουν εθελοντικά σε ένα ορφανοτροφείο και να χτίσουν μια βιβλιοθήκη για την κοινότητα. Ύστερα θα περνούσαν μια εβδομάδα κάνοντας σαφάρι.
Πόσο κατάλληλα είναι τα κορίτσια ενός ιδιωτικού σχολείου να φέρουν εις πέρας οικοδομικές δραστηριότητες; Καθόλου, όπως κατάλαβε η Pippa όταν συνειδητοποίησε ότι τη νύχτα ντόπιοι, αληθινοί οικοδόμοι γκρέμιζαν τον τοίχο που εκείνη και οι συμμαθήτριες της έφτιαχναν για έξι ώρες την ημέρα και τον ξανάχτιζαν με σωστές προδιαγραφές προκειμένου να διορθωθούν οι ατέλειες και να συνεχιστεί ο κύκλος, σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Μετά την Τανζανία η Pippa είχε κλείσει άλλο ένα πρόγραμμα εθελοντικού τουρισμού στη Δομινικανή Δημοκρατία για να προσφέρει φροντίδα σε παιδιά με HIV. Και εκεί όμως, η εμπειρία της την γέμισε ερωτηματικά: μπορούν πράγματι νεαρά μη εκπαιδευμένα άτομα, όπως η ίδια, να φροντίσουν παιδιά με τόσο ευαίσθητη υγεία, παιδιά με τα οποία δεν μπορούν καν να συνεννοηθούν;
Πέρασαν έξι χρόνια εθελοντισμού πριν αποφασίσει να εξηγήσει στο μπλογκ της γιατί συνεχίζει να προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια χωρίς όμως να συμμετάσχει σε προγράμματα εθελοντικού τουρισμού. «Επιτέλους αποδέχτηκα ότι η παρουσία μου δεν είναι το θεόσταλτο δώρο που MKO, ντοκιμαντέρ και προγράμματα με είχαν μάθει να θεωρώ ότι είναι».
Καλές προθέσεις
Το άρθρο της διαβάστηκε από δύο εκατομμύρια ανθρώπους μέσα σε δύο βδομάδες, αναθερμαίνοντας ένα διάλογο που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και μια δεκαετία. Στα σχόλια από κάτω, εθελοντές που είχαν ανάλογες εμπειρίες εξέφραζαν ανακούφιση που κάποιος έθιγε όσα προβλημάτιζαν και τους ίδιους, από την άλλη διευκρίνιζαν πως δεν μπορούν όλα τα ανθρωπιστικά προγράμματα να μπουν στο ίδιο τσουβάλι.
Η βιομηχανία του voluntourism (volunteer + tourism) σε Ασία, Αφρική και Νότια Αμερική, τροφοδοτεί την ύπαρξη εκατοντάδων τουριστικών γραφείων και οργανώσεων (μόνο στη Βρετανία85 οργανώσεις στέλνουν 50.000 εθελοντές ετησίως στο εξωτερικό), υποστηρίζεται από προγράμματα σχολείων και πανεπιστημίων σε ΗΠΑ, Ιαπωνία και Αυστραλία όπου περισσότερα από τα μισά πανεπιστήμια προσφέρουν τη δυνατότητα αυτή, ενώ αναπτύσσεται διαρκώς. Υπολογίζεται πως 10 εκατομμύρια άνθρωποι ετησίως συνδυάζουν τις διακοπές τους με τον εθελοντισμό ξοδεύοντας περίπου 2 δισ. δολάρια. Το συνολικό μέγεθος της βιομηχανίας αγγίζει τα 173 δισ. δολάρια. Το 2007, η i-to-i , μια από τις πιο γνωστές οργανώσεις του κλάδου, εξαγοράστηκε από την First Choice Travel για 22 εκατ. ευρώ.
Εκείνοι που επιλέγουν να περάσουν 1-2 εβδομάδες των διακοπών τους φροντίζοντας ορφανά στο Περού, διδάσκοντας αναλφάβητες μητέρες στην Αϊτή ή βοηθώντας σε αγροτικές εργασίες στην Ουγκάντα είναι συνήθως μαθητές στην ηλικία της Pippa, φοιτητές που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο –ή να φτιάξουν ένα ακαταμάχητο βιογραφικό, όπως υπόσχονται οι οργανωτές. Καταβάλλουν εκατοντάδες ή χιλιάδες ευρώ για να καλύψουν τα έξοδά τους και να προσφέρουν οικονομική βοήθεια στις τοπικές κοινότητες και συνήθως οδηγούνται από καλές προθέσεις. Τι το μεμπτό σε όλο αυτό;
Εθελοντές δίχως κατάρτιση
Στο ντοκιμαντέρ Volunteers Unleashed (2015), ο Iσπανός Efren Aparicio θυμάται τον χρόνο που πέρασε στην Καμπότζη διδάσκοντας σε ένα σχολείο που είχε έλλειψη προσωπικού. Το πρόβλημα ήταν πως παρότι είχε την καλή θέληση, δεν είχε καμία εμπειρία ή εκπαίδευση για τον ρόλο αυτό. Ύστερα από εβδομάδες διδασκαλίας, τα παιδιά δεν είχαν σημειώσει καμία εξέλιξη. «Ίσως χρειάζονται κανονικό δάσκαλο, όχι έναν τυχαίο εθελοντή», σκέφτηκε, όπως και άλλοι που βρέθηκαν στη θέση του.
Σε αυτή τη βιομηχανία, η ανάθεση αρμοδιοτήτων σε άτομα μη καταρτισμένα αποτελεί κανόνα, όχι εξαίρεση. Οι περισσότεροι φτάνουν στη χώρα υποδοχής όχι απλώς φέροντας το αίσθημα υπεροχής της Δύσης, αλλά και έχοντας πειστεί από το επιθετικό μάρκετινγκ των γραφείων ότι και μόνο η παρουσία τους εκεί αρκεί.
«Υπάρχει μια εδραιωμένη ιδέα στο voluntourism ότι εμείς στη Δύση έχουμε τις γνώσεις και τις ικανότητες να κάνουμε την διαφορά, και έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε την διαφορά», λέει η Αυστραλή ακαδημαϊκός Nichole Georgiou, που συμμετείχε στη μελέτη Looks good on your CV: Τhe sociology of voluntourism recruitment in higher education. «Δεν πειράζει που δεν είμαστε καταρτισμένοι, είναι η καλή θέληση που μετράει».
Αυτή την οπτική στηλιτεύει πολύ εύστοχα ο λογαριασμός Barbie Savior με τους πάνω από 150.000 ακόλουθους στο Instagram –καθώς το ποστάρισμα φωτογραφιών με φτωχά παιδιά είναι βασικό στοιχείο του voluntourism–που δημιουργήθηκε από δύο γυναίκες με πολύχρονη πείρα σε ανθρωπιστικά προγράμματα στην Αφρική. «Είναι τόσο λυπηρό που δεν έχουν εκπαιδευμένους δασκάλους εδώ. Ούτε εγώ είμαι εκπαιδευμένη, αλλά είμαι από τη Δύση, οπότε το πράγμα δουλεύει. Καλημέρα, τάξη!», λέει ένα σαρκαστικό ποστ.
Επιβλαβής αλτρουισμός
Είναι πολύ σπάνιο να προβλέπεται κάποια επιμόρφωση των εθελοντών από τις οργανώσεις πριν το ταξίδι καθώς κρίνεται ότι το διάστημα 1-2 εβδομάδων που θα περάσουν στην χώρα υποδοχής δεν αξίζει την επένδυση χρόνου και τεχνογνωσίας στην εκπαίδευσή τους. Αντίστοιχα, ελάχιστα κριτήρια τίθενται για να γίνει κανείς δεκτός στα προγράμματα. Οι άνθρωποι που φτάνουν για να βοηθήσουν ευάλωτους πληθυσμούς σε τελείως ξένες κουλτούρες μπορεί να είναι όχι απλά απροετοίμαστοι, αλλά ακατάλληλοι, όπως ο 21χρονος από την Οκλαχόμα που ενεπλάκη σε 7 περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης παιδιών που «φρόντιζε» στην Γκάνα.
Μετά τον σεισμό στο Νεπάλ το 2015, η UNICEF, θορυβημένη από περιπτώσεις παιδικού trafficking, ζήτησε από τις οργανώσεις και τα γραφεία εθελοντών να σταματήσουν να στέλνουν κόσμο στην περιοχή.
Ιδιαιτέρως επικίνδυνη είναι η παροχή ιατρικής φροντίδας . Οργανώσεις όπως η Projects Abroad, που συστήνεται ως εναλλακτική των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, προσφέρουν ταξίδια σε οποιονδήποτε άνω των 16, δίχως να απαιτούνται γνώσεις, ιατρική εμπειρία ή έστω γνώση της γλώσσας της χώρας υποδοχής. Η Noelle Sullivan, καθηγήτρια Ανθρωπολογίας και Σπουδών Παγκόσμιας Υγείας στο Northwestern, θυμάται τη Μary που γνώρισε σε ένα πρόγραμμα voluntourism στην Τανζανία.
Η Μary παρουσιαζόταν ως φοιτήτρια Ιατρικής (αλλά δεν ήταν) και ανέλαβε να ξεγεννήσει μόνη της πολλές γυναίκες. Βασιζόταν σε όσα είχε μάθει σε ένα προηγούμενο εθελοντικό ταξίδι και ακολουθούσε μεθόδους επικίνδυνες τόσο για τις μητέρες όσο και τα μωρά. «Η Μary είναι μια ακραία περίπτωση, αλλά οι περισσότεροι εθελοντές που έχω μελετήσει έχουν αναλάβει τουλάχιστον μια γέννα, παρότι δεν έχουν σχετική άδεια», λέει η Sullivan.
Θα ισχυριζόταν κανείς πως ο οποιοσδήποτε δάσκαλος ή γιατρός είναι καλύτερος από κανένα. Η αίσθηση όμως με την οποία μένουν όσοι αναλογίζονται με ειλικρίνεια τον πραγματικό αντίκτυπο της συμμετοχής τους, είναι ότι δίνονται λύσεις πρόχειρες και δίχως ουσιαστικό αποτέλεσμα και οι τοπικές κοινότητες δεν έχουν μακροπρόθεσμα οφέλη. Το ζήτημα είναι και δομικό: οι ερευνητές εκτιμούν πως η παρουσία –έστω και ακατάλληλου– προσωπικού αφαιρεί την πίεση από τις κυβερνήσεις να διαθέσουν πόρους για την ικανοποίηση κάποιας ανάγκης, που καλύπτεται από ξένους εθελοντές, έστω και μηδαμινά.
Η διαρκής εναλλαγή εθελοντών κάθε λίγες εβδομάδες δεν έχει μόνο ως αποτέλεσμα να στερούνται θέσεις εργασίας από τους ντόπιους, αλλά και ψυχολογικές επιπτώσεις στους ωφελούμενους, ιδίως τα παιδιά που δένονται με τους εθελοντές. Από τη Νότια Αφρική και τον τουρισμό γύρω από τα ορφανά του AIDS, έως τα προσφυγάκια στην Ελλάδα που δέθηκαν με τους ξένους εθελοντές, στα παιδιά παρατηρούνται ψυχολογικές επιπτώσεις όταν μετά από λίγες μέρες οι νέοι φίλοι τους αποχωρούν.
Follow the money
Οι εθελοντές διαθέτουν καλόπιστα τα χρήματά τους, είναι όμως αυτός πράγματι ο καλύτερος τρόπος να αξιοποιηθούν; Ένας πρώην εθελοντής στην Καμπότζη απαντά συνοπτικά: «Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να καταλάβει ότι το να πληρώνει ένας λευκός 1.000 δολάρια για να βάψει έναν τοίχο είναι απόλυτη σπατάλη».
Η Beverly Brown παρουσιάζει το παράδειγμα εθελοντισμού σε νηπιαγωγείο του Ρίο. Ένας εθελοντής από τις ΗΠΑ καλείται να πληρώσει 780 δολάρια/εβδομάδα για διαμονή, πρωινό και την ευκαιρία να συμμετέχει στη φροντίδα των παιδιών για τρεις ημέρες. Το εισιτήριό του κοστίζει 850 δολάρια, την στιγμή που τα εβδομαδιαία δίδακτρα σε ένα καλό ιδιωτικό νηπιαγωγείο του Ρίο είναι 100 ευρώ. Αυτό σημαίνει πως εάν σκοπός είναι το παιδάκι να έχει καλή φροντίδα, τα χρήματα του εισιτηρίου και μιας εβδομάδας του εθελοντή αρκούν για να πάει 4 μήνες σε ένα καλό νηπιαγωγείο. Με το μίνιμουμ των 2.215 δολαρίων που χρεώνει η Projects Abroad για να στείλει κάποιον να διδάξει εθελοντικά στην Καμπότζη για 2 εβδομάδες (έξτρα η βίζα και τα αεροπορικά εισιτήρια) θα μπορούσε να πληρωθεί ο μισθός ενός δασκάλου για πάνω από ένα έτος.
Την ίδια στιγμή, η συνεχής ανατροφοδότηση των τοπικών κοινωνιών με εθελοντές έχει ως αποτέλεσμα να αλλάζουν και οι ίδιες. Η πρώην εθελόντρια Lauren Kascak φέρνει το παράδειγμα της Γκάνας, όπου οι πολίτες ήταν πλέον λιγότερο πιθανό να αγοράσουν ιατρική ασφάλεια καθώς ξέρουν πως κάθε λίγους μήνες θα φέρουν φάρμακα ξένοι εθελοντές· στο ενδιάμεσο όμως είναι απροστάτευτοι απέναντι στις ασθένειες.
Καθώς οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου μιας τεράστιας βιομηχανίας δίχως ουσιαστικό έλεγχο, κανείς δεν γνωρίζει επίσης τι ποσοστό από τα χρήματα που καταβάλλει ο εθελοντής πράγματι καταλήγει στην τοπική κοινότητα. Στις περιπτώσεις των μεγάλων εταιρειών, υπάρχουν σημαντικά κόστη άσχετα με την ίδια τη βοήθεια που πρέπει να καλυφθούν (όπως του μάρκετινγκ), ενώ δεν αποκλείεται κάποιοι διοργανωτές να μεγιστοποιούν το κέρδος τους διαθέτοντας στην τοπική κοινότητα όσο λιγότερα γίνεται. Μια γυναίκα από την Αυστραλία πλήρωσε 3.000 δολάρια για να βοηθήσει εθελοντικά σε ορφανοτροφείο της Καραϊβικής μέσω ενός μεγάλου γραφείου voluntourism και έμεινε έκπληκτη όταν ο διευθυντής του ορφανοτροφείου της αποκάλυψε πως το ορφανοτροφείο λάμβανε μόλις 9 ευρώ την εβδομάδα για κάθε συμμετέχοντα.
Η βιομηχανία των ορφανών
Σε κάποιες κοινωνίες σχηματίζεται μια ολόκληρη βιομηχανία βασισμένη στους Δυτικούς που έρχονται να βοηθήσουν, όπως συμβαίνει με τη λεγόμενη «βιομηχανία των ορφανών» στην Ινδονησία και χώρες της Αφρικής. Εκεί, παιδιά που έχουν γονείς μετακομίζουν σε ορφανοτροφεία, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις τα «νοικιάζουν» από τους δικούς τους με την ημέρα. Σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις τα παιδιά έχουν απαχθεί, ενώ τα ορφανοτροφεία φροντίζουν ώστε να δείχνουν σε άσχημη κατάσταση προκειμένου να προσελκύσουν εθελοντές (και τα χρήματά τους).
Η Leigh Mathews, διευθύντρια του Rethink Orphanages που προωθεί την επανεξέταση των μεθόδων παροχής βοήθειας σε παιδιά που βρίσκονται σε ανάγκη, πιστεύει πως αιτία για τη συνεχή αύξηση των ορφανοτροφείων σε φτωχές χώρες δεν είναι η αύξηση των ορφανών, αλλά η αύξηση της ζήτησης από Δυτικούς που θέλουν να συναντήσουν και να βοηθήσουν ορφανά. Εκτιμάται πως περισσότερα από 80% των παιδιών στα ορφανοτροφεία παγκοσμίως έχουν τουλάχιστον ένα μέλος της οικογένειάς τους ζωντανό, ενώ επίσημα στοιχεία δείχνουν πως τα 3/4 των παιδιών στα ορφανοτροφεία της Καμπότζης έχουν τουλάχιστον ένα γονιό.
«Αν εξετάσετε την γεωγραφική τοποθεσία πολλών ορφανοτροφείων και τουριστικών θερέτρων, θα διαπιστώσετε μια πολύ στενή σύνδεση», υποστηρίζει η Mathews. Την άποψη αυτή συμμερίζεται και η Georghiou, που υπογραμμίζει ότι η βιομηχανία του voluntourism οδηγείται από τις ανάγκες των εθελοντών, όχι από εκείνες της τοπικής κοινότητας. Κάπως έτσι η World Challenge, η μεγαλύτερη εταιρεία διασύνδεσης μαθητών με ορφανοτροφεία ανά τον κόσμο αποφάσισε να σταματήσει τα συγκεκριμένα προγράμματα. «Έχουμε εμπειρία περισσότερων από 70 ετών που υποστηρίζει πως αυτό το μοντέλο φροντίδας κάνει περισσότερο κακό παρά καλό στα παιδιά», εξηγούσε η ανακοίνωση.
Στα πλαίσια της καμπάνιας για διακοπή του τουρισμού των ορφανοτροφείων, η ομπρέλα γραφείων ταξιδιών και ξενοδόχων Responsibletravel.com διέκοψε τη συνεργασία με 10 οργανώσεις για λόγους ηθικής.
«Θα σου αλλάξει τη ζωή»
Βέβαια δεν είναι όλα τα προγράμματα απάτη, ούτε όλες οι οργανώσεις έχουν επιβλαβή δραστηριότητα για τους ανθρώπους που υποτίθεται πως βοηθούν. Γι‘ αυτό και γράφονται συνέχεια οδηγοί για το πώς να επιλέξει κανείς τα πραγματικά ουσιαστικά προγράμματα. Πάντως, οι σχετικές μελέτες συμπεραίνουν πως όλα τα προγράμματα μικρής διάρκειας αδυνατούν να προσφέρουν μακροπρόθεσμα οφέλη στην κοινότητα, εάν δεν την βλάπτουν κιόλας.
Για την πλειοψηφία των εθελοντών, είτε γυρίσουν πίσω απογοητευμένοι με το είδος της βοήθειας που προσέφεραν, είτε ενθουσιασμένοι για το καλό που έκαναν, η εμπειρία έχει θετικά αποτελέσματα. Μετά το ταξίδι αναθεωρούν τη ζωή τους («κατάλαβα πόσο τυχερή είμαι μεγαλώνοντας στις ΗΠΑ», είπε μια εθελόντρια), ενώ συχνά ενεργοποιoύνται για να προσφέρουν και με άλλους τρόπους («πλέον θέλω να βοηθήσω περισσότερο στο μέλλον», είπε ένας άλλος), στη χώρα τους και αλλού.
Σε έρευνα για τους λόγους για τους οποίους οι εθελοντές συμμετάσχουν σε τέτοια προγράμματα, αλτρουιστικοί λόγοι και επιθυμία για προσωπικά οφέλη εμφανίζονταν εξίσου. Ωστόσο, όταν τους ζητήθηκε να επιλέξουν τον σημαντικότερο λόγο, ο εμπλουτισμός του βιογραφικού, η εξάσκηση μιας γλώσσας και η αναζήτηση της περιπέτειας επικράτησαν. Η ανθρωπολόγος Nicole Berry πιστεύει ακράδαντα ότι οι εθελοντές τείνουν να θέτουν ως προτεραιότητα τους εαυτούς τους, παρά την τοπική κοινότητα.
«Μια εμπειρία που θα σου αλλάξει τη ζωή», λένε συχνά οι οργανώσεις που διαφημίζουν τα προγράμματά τους. Δυστυχώς όμως, η αλλαγή στη ζωή των ανθρώπων που υποτίθεται βοηθούνται δεν είναι ανάλογη.
Πηγή: insidestory.gr