Φωτογραφία από την παράσταση Lebensraum ο Πάνος Ζουρνατζίδης και ο Σήφης Πολυζωίδης
Από την παράσταση Lebensraum. Πηγή εικόνας: athinorama.gr

Με αφορμή τη Live εκπομπή του meallamatia.gr, που πραγματοποιήθηκε με καλεσμένους μεταξύ άλλων τον Πάνο Ζουρνατζίδη και τον Σήφη Πολυζωίδη, θυμήθηκα ένα άρθρο που είχα γράψει πριν λίγα χρόνια. Ήταν τη χρονιά που παιζόταν η παράσταση Lebensraum, με πρωταγωνιστές τους προαναφερθέντες, και στην τότε συγγραφική μου στέγη πρότεινα τη συγκεκριμένη παράσταση. Έγραφα, λοιπόν, το 2017:

«Το Lebensraum είναι μια παράσταση η οποία ανατρέπει τις θεατρικές συμβάσεις και προκαλεί έντονα τον θεατή να αναθεωρήσει τον ρόλο του. Πρόκειται πάνω απ’ όλα για ένα ψυχολογικό πείραμα, το ενδιαφέρον του οποίου έγκειται στη μετατόπιση της εστίασης από τον ένα Αποδέκτη του πειράματος, σε άλλον…»

Αν πριν 4 χρόνια με είχε αγγίξει τόσο η συγκεκριμένη παράσταση, ήταν γιατί πράγματι πολύ έντεχνα κατάφερνε να φέρει τον θεατή σε δύσκολη θέση, αντιμέτωπο με ευθύνες πολύ έξω από το ίδιο το θεατρικό δρώμενο που λάμβανε χώρα ενώπιόν του. Νεαρή φοιτήτρια τότε, παθιασμένη με την ψυχολογία, δεν μπορούσα να μην κάνω συνειρμούς για τη σχέση της παράστασης με τα ξακουστά πειράματα του Milgram και της φυλακής του Stanford. Πειράματα δηλαδή που προκάλεσαν τις αντιλήψεις περί ηθικής και αυτόβουλης δράσης, μπροστά στην ύπαρξη μιας εξουσιαστικής αρχής. Το άρθρο του ’17 συνέχιζε παρακάτω:

«Όλη η δράση εξελίσσεται σαν ένα παιχνίδι μυαλού, μια μάχη μεταξύ αλήθειας και μπλόφας, στη βάση πάντα της προσωπικής ηθικής του συμμετέχοντα. Όχι μόνο όμως… Ο θεατής τεστάρει την προσωπική του ηθική επίσης. Μπαίνει στη θέση του ήρωα, σκέφτεται ‘‘τι θα έκανα εγώ στη θέση του;’’. Ώσπου έρχεται η στιγμή που και η δική του, ασφαλής καρέκλα ‘‘τρίζει’’. Θα μείνει θεατής μέχρι το τέλος;»

Στο σήμερα, ο προσωπικός προβληματισμός περί ανάληψης ευθυνών, ηθικής και παθητικότητας παραμένει. Ωστόσο, υπό νέο φως, με τη βοήθεια του γόνιμου διαλόγου που αναπτύχθηκε στην εκπομπή μας για τα εμπόδια των ανάπηρων ηθοποιών στην αγορά εργασίας, οι σκέψεις μου μετατοπίζονται. Ανακαλώ την έκπληξή μου όταν είδα τον Πάνο Ζουρνατζίδη στο αναπηρικό του αμαξίδιο επί σκηνής, μια έκπληξη στην οποία αναφέρεται κι ο ίδιος κατά τη διάρκεια της εκπομπής. Ο κόσμος, όπως περιγράφει, δεν ήταν σίγουρος για την αναπηρία του, αφού αυτή παρέμενε ένα στοιχείο ευφυώς ενσωματωμένο στην παράσταση. Θυμάμαι να σκέφτομαι ότι κάλλιστα θα μπορούσε να πρόκειται για θεατρική προσθήκη, σε έναν χαρακτήρα επιβλητικό και με εξουσία, κάτι σαν τον Καθηγητή Xavier των X-Men. Έτσι είχα σκεφτεί. Μόνο στη στιγμή της υπόκλισης γινόταν σαφές ότι πρόκειται περί πραγματικής αναπηρίας κι όχι σκηνοθετικής επιλογής.

Η περιέργεια με την οποία παρακολουθούσαμε ως θεατές ένα ανάπηρο άτομο να πρωταγωνιστεί σε θεατρική παράσταση, καταλαβαίνω σήμερα, δεν ήταν εξ ολοκλήρου παράλογη. Το αντίθετο, θα τη χαρακτήριζε κανείς ως εύλογη, αφού ήταν η πρώτη φορά που ηθοποιός με αναπηρία ερμηνεύει στο σανίδι mainstream θεάτρου. Η παράσταση ήρθε να σηματοδοτήσει την κατάργηση του νόμου περί αρτιμέλειας που για 34 χρόνια βρισκόταν σε ισχύ, απαγορεύοντας σε ανάπηρα άτομα να εξετάζονται για την εισαγωγή τους σε ανώτατες δραματικές σχολές. Αν πριν 4 χρόνια αναρωτιόμουν έστω γιατί είναι η πρώτη φορά που βλέπω αμαξίδιο σε θεατρική σκηνή, η απάντηση που αυθορμήτως θα προέκυπτε πιθανότατα θα ήταν κάτι σαν «γιατί δεν μπορούν οι ανάπηροι να γίνουν ηθοποιοί» ή «γιατί δεν υπάρχουν τόσα ανάπηρα άτομα για να τα βλέπουμε και σε χώρους όπως αυτοί». Δυο πέρα για πέρα εσφαλμένες υποθέσεις που απηχούν τα ισχυρά, υπαρκτά έως σήμερα στερεότυπα γύρω από την αναπηρία. Όταν όμως το ίδιο το κράτος με τη νομοθέτησή του χρειάστηκε τόσα χρόνια για να επιτρέψει ακόμα και τη συμμετοχή αναπήρων σε εξετάσεις θεάτρου, δημιουργείται μια αίσθηση νομιμοποίησης και αληθοφάνειας γύρω από το στερεότυπο. Είναι, με λίγα λόγια, εύκολο να πιστέψει κανείς ότι δεν υπάρχουν καλοί/ές ανάπηροι/ες ηθοποιοί, αφού δεν τους/τις βλέπει πουθενά, αντί να αναλογιστεί ότι δεν τους/τις βλέπει γιατί μέχρι πρότινος δεν επιτρεπόταν η είσοδός τους στα μεγάλα θέατρα της χώρας.

Κατ’ αναλογία είναι εύκολο να πειστούμε για τη σπανιότητα των ΑμεΑ γενικώς, όταν πολλά εξ αυτών καθίστανται αόρατα λόγω ανεπαρκέστατων υποδομών και κρατικής υποστήριξης. Η περίφημη ορατότητα που διεκδικούν αφορά ακριβώς αυτό. Όταν ένα πρόβλημα είναι αόρατο, δεν καλείται κανείς να αναλάβει ευθύνη γι’ αυτό. Όταν μια ομάδα ανθρώπων είναι αόρατη, δεν καλείται κανείς να τους συμπεριλάβει στην κοινωνική ζωή, να μεριμνήσει για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους, να αναγνωρίσει το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί στην αδιαφορία και τον παραγκωνισμό.

Τώρα όμως που η ορατότητα αυξάνεται και οι θεσμοί φαίνεται να αρχίζουν να εναρμονίζονται με το κλίμα της εποχής, που θέλει περισσότερη συνειδητοποίηση, μαζικότερη διεκδίκηση ή αν μη τι άλλο ευαισθητοποίηση για τις αποκλεισμένες ομάδες, είναι καιρός να σταματήσουμε να θεωρούμε τέτοιου είδους αποκλεισμούς δεδομένους. Ας ελπίσουμε ότι σε αυτή τη λογική, θα αρχίσουμε σύντομα να βλέπουμε να δίνονται ισότιμες ευκαιρίες σε ηθοποιούς —και όχι μόνο— με αναπηρία. Είναι καιρός να αφουγκραστούμε τα αιτήματα των αοράτων και να συνηγορήσουμε υπέρ αυτών, φέρνοντάς τους επιτέλους στο φως. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η αρτιμέλεια ποτέ δεν ήταν μια επ’ άπειρον ασφαλής καρέκλα⸱ ανέκαθεν έτριζε για όλους. Ίσως αυτό να είναι για ορισμένους μια κινητοποιητική σκέψη, αν το όραμα της ισότητας από μόνο του δεν επαρκεί.

Σχετικά με τον συντάκτη

Ψυχολόγος, Φιλόλογος

Αφήστε σχόλιο

ΧΟΡΗΓΟΙ

Επιστροφή στην κορυφή