Η τέχνη από πάντα θεωρείται σημαντικός τρόπος και μέθοδος εσωτερικής ανάπτυξης και θεραπείας που εντάσσεται στον κλάδο της ψυχοθεραπείας. Το θέατρο αποτελεί μία μορφή τέχνης που έχει τη δυνατότητα να αναδύει ό,τι αναγνωρίστηκε και δεν μπορεί το άτομο να εκφράσει με άλλο τρόπο.
Η δραματοθεραπεία ως θεραπευτική προσέγγιση ανήκει στις ψυχοδυναμικές θεραπείες και χρησιμοποιεί την τέχνη του δράματος, δίνοντας στον θεραπευόμενο την ευκαιρία να εξερευνά συναισθήματα και ιδέες, μέσα από τη χρήση θεατρικών και δραματικών διαδικασιών. Ουσιαστικά, δεν πρόκειται για κάτι νέο, η σύνδεση του δράματος με τη ψυχοθεραπεία εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Αρχαία Ελλάδα με τον Ασκληπιό, ενώ το 1960 εμφανίστηκε στη Βρετανία, έχοντας επιρροές από την εκπαίδευση, την ανθρωπολογία, την ψυχοθεραπεία και το θέατρο.
Η πρώτη αναφορά στο όρο «δραματοθεραπεία- drama therapy» έγινε από τον ο Peter Slade και το 1978 κατοχυρώθηκε επίσημα ως ένα ξεχωριστό πεδίο θεραπευτικής προσέγγισης.
Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά που έχει ως μέθοδος η δραματοθεραπεία είναι τα εξής:
• Χρήση του συμβολικού και της μεταφοράς
• Σημείο εστίασης ολόκληρη η ομάδα
• Επιτυχημένη εφαρμογή σε ομαδικό και ατομικό επίπεδο
• Επιστράτευση κάθε είδους τέχνης
• Εξελικτική διαδικασία
• Διευκολυντικός ρόλος δραματοθεραπευτή
Ως μέθοδος χρησιμοποιεί κάποιες τεχνικές που βοηθούν στην ανάπτυξη και έκφραση του ατόμου.
Το παράδοξο του δράματος έγκειται στο γεγονός πως παρόλο που δημιουργείται απόσταση μέσω του ρόλου, της σκηνής ή του κειμένου που επεξεργάζεται κάθε φορά η ομάδα, δίνεται ξεχωριστά στο κάθε άτομο η ευκαιρία να έρθει πιο κοντά με πτυχές του εαυτού του διερευνώντας τις σε βάθος. Συνήθως χρησιμοποιούνται συμβολικές σκηνές και όχι πραγματικές σκηνές από τη ζωή του ατόμου και μέσα από τις εκδραματίσεις επιτρέπεται η αλλαγή της εμπειρίας που ο συμμετέχων βιώνει. Ένα άλλο στοιχείο είναι η δραματική μεταφορά, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς εξυπηρετεί την ομαλή ψυχική λειτουργία και συμβάλλει στον μηχανισμό της μετουσίωσης. Μέσω της συνειδητής ερμηνείας ή της προσφοράς επεξηγήσεων του δράματος εμποδίζεται συχνά η συνεχιζόμενη διαδικασία της κατανόησης που είναι πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη.
Η δραματική προβολή είναι μια διεργασία κατά την οποία οι συμμετέχοντες προβάλλουν είτε σε θεατρικά υλικά, είτε στην ίδια την παράσταση όψεις του εαυτού τους ή εμπειρίες τους. Ο Wilshire υποστηρίζει ότι ένας βασικός λόγος που μας ελκύει το θέατρο και το έχουμε ανάγκη είναι το γεγονός ότι βλέπουμε σε αυτό τον εαυτό μας σε μεγέθυνση. Ο Brook, από την άλλη, περιγράφει την επαφή με το κοινό στο θέατρο ως μια «συνάντηση, μια δυναμική σχέση» μεταξύ των προετοιμασμένων, δηλαδή των ερμηνευτών και των απροετοίμαστων, δηλαδή του κοινού.
Μία παράσταση μπορεί να είναι θεραπευτική, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο ή το υλικό που επιθυμεί να επεξεργαστεί ο συμμετέχων, ενώ η ανάληψη περισσότερων από ένα ρόλων είναι πιθανή και δίνει την ευκαιρία στο άτομο που συμμετέχει να αλλάξει τη σχέση του με το υλικό του δράματος και να αλλάξει τον τρόπο που το βλέπει, συμμετέχοντας πότε ως πρωταγωνιστής, πότε ως βοηθός, πότε ως θεατής. Βέβαια, η απόσταση στο δράμα είναι ένας τρόπος προσέγγισης του ρόλου, όπου ο ηθοποιός, σύμφωνα με τον Brecht, δεν επιτρέπει στον εαυτό του να μεταμορφωθεί εντελώς στον χαρακτήρα που υποδύεται επί σκηνής, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν αισθάνεται ταυτισμένος και συναισθηματικός δεμένος με το ρόλο του.
Τέλος, σημαντικός είναι και ο ρόλος της ενσυναίσθησης στο δράμα που αφορά στη δημιουργία ενός δεσμού ανάμεσα στον ηθοποιό και το κοινό και στον ηθοποιό και το ρόλο. Το κοινό ταυτίζεται με τους χαρακτήρες και έχει συναισθηματική συμμετοχή και εμπλοκή, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο το μοίρασμα της εμπειρίας και του συναισθήματος.