Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος με τον Βαγγέλη Αυγουλά

Γράφει ο Μένιος Σακελλαρόπουλος

Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος πήγε στο ‘Δείπνο Στο Σκοτάδι’, εκεί που με κομμένη την ανάσα προσπαθείς να επιβιώσεις με όπλο την αφή. Ένα φωτεινό μάθημα ζωής από τυφλούς.

Πώς βλέπουν άραγε…του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια, που με φως και νύχτα σου κεντούν μια φορεσιά, όπως εμπνεύστηκε πριν από 43 ολόκληρα χρόνια ο θείος Μάνος Ελευθερίου, αυτή η μέγιστη πηγή φωτός;

Πώς βλέπουν; Πώς δεν φοβούνται, πώς δεν τρομάζουν; Κι αλήθεια, πώς είναι να ζεις στο σκοτάδι, αυτό το βαθύ έρεβος που έφερνε ανατριχίλα από τα αρχαία χρόνια; Μια αχτίδα μπορεί να το παλέψει το βαθύ σκότος, να το αντιμετωπίσει, να δώσει μια ανάσα στην τρομαγμένη ψυχή. Αλλά αυτή η ψυχή τρεμοπαίζει στο απόλυτο σκοτάδι, γιατί έτσι είναι η φύση του ανθρώπου.

Όταν βρέθηκα για 17 ολόκληρες μέρες και νύχτες σε τέτοιο τρομακτικό σκότος εξαιτίας ενός σοβαρού προβλήματος, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου, ήμουν σαν ένα ταλαιπωρημένο φύλλο, έρμαιο του αέρα κι ανήμπορο για οποιαδήποτε αντίδραση.

Τότε (δυστυχώς) συνειδητοποίησα ότι δεκάδες χιλιάδες συνάνθρωποί μας, πολλαπλά ταλαιπωρημένοι, στο έλεος μιας ανάλγητης πολιτείας και μιας κοινωνίας που τρομάζει στη θέα τους, ζουν για πάντα στο σκοτάδι. Άλλαξαν πολλά μέσα μου. Ίσως κι όλα! Αλλά τα τυφλά πουλιά του άνω κόσμου, οι άνθρωποι με προβλήματα όρασης, μου έδωσαν δωρεάν μαθήματα ζωής, Για τότε -με το πρόβλημα- για τώρα -χωρίς το πρόβλημα- για πάντα.

Η Γνωριμία με τον Βαγγέλη

Τότε ήταν που γνώρισα έναν συγκλονιστικό άνθρωπο -συγγνώμη, ΑΝΘΡΩΠΟ- τον Βαγγέλη Αυγουλά, που δεν είδε ποτέ φως στη ζωή του, καθώς είναι εκ γενετής τυφλός. Αλλά τα άλλα μάτια του, αυτά της ψυχής, της καρδιάς, της γιγάντιας θέλησης για κανονική ζωή, τον έκαναν να δείξει ότι τίποτα δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία του ανθρώπου.

Και σήμερα, στα 29 του χρόνια, αυτός ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ είναι ενεργός δικηγόρος και με τρομερές δράσεις: τ. αντιδήμαρχος Ιλίου, ανεξάρτητος δημοτικός σύμβουλος, τακτικός εκπρόσωπος στην Ελλάδα της Διεθνούς Οργάνωσης VIEWS για νέους με προβλήματα όρασης, επικεφαλής της νεολαίας του Πανελληνίου Συνδέσμου Τυφλών, αντιπρόεδρος του Νομαρχιακού Αθλητικού Σωματείου ΑμεΑ  Τυρταίος, αναπληρωτής γενικός γραμματέας Πανελληνίου Συνδέσμου Τυφλών, πάρεδρο μέλος της Επιτροπής Προσβασιμότητας Φοιτητών με Αναπηρία του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Επιτροπής Υγείας και Κοινωνικής πρόνοιας της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος και πολλά-πολλά ακόμα.

Πάει στο γήπεδο για να ζήσει από κοντά τους αγώνες μπάσκετ και ποδοσφαίρου, τρέχει παντού για να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη. Αλλά παντού. Όταν μου ζήτησε να πάω στο ‘Δείπνο στο σκοτάδι’ που διοργάνωνε ο ίδιος για 10 η φορά από το 2012 -πάντα για φιλανθρωπικούς σκοπούς- ένας χορός συναισθημάτων με άφησε άυπνο εκείνη τη νύχτα.

Ξαναφούντωσαν μέσα μου εκείνες οι εφιαλτικές στιγμές μου, αυτές που συχνά στοιχειώνουν ακόμα τον ύπνο μου, τακτικός εφιάλτης που δυσκολεύομαι να ξεπεράσω. “Έλα, μην το σκέφτεσαι, θα είναι για σένα εμπειρία ζωής, για τώρα και για πάντα. Σκέψου ότι μετά από ένα τρίωρο θα ξαναδείς κανονικά”, ήταν η μαχαιριά του. Γιατί δεκάδες χιλιάδες άλλοι συνάνθρωποί μας δεν θα έχουν ποτέ αυτή την ύψιστη αίσθηση. Εμπειρία; Λάθος Βαγγέλη, μέγα λάθος. Γιατί αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής μου, δίχως σύγκριση με ΚΑΝΕΝΑ άλλο!

“Πάμε να γίνουμε όλοι ένα”

Έφτασα μουδιασμένος εκεί στην Έπαυλη στο Χαϊδάρι, κι αυτός ο υπέροχος τύπος με έπιασε από το χέρι και ξεκίνησε τα τσιτάτα του. “Πάμε να γίνουμε όλοι ένα”, μου είπε στην είσοδο, ενώ ταυτόχρονα από το μικρόφωνο έδινε οδηγίες στους πενήντα και βάλε εθελοντές, άλλους τυφλούς και άλλους βλέποντες, ακόμα και κωφούς. Κοίταξα το φως με δέος πριν διαβώ την πόρτα της αίθουσας, θαρρείς και πήγαινα να συναντήσω του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια! Έτσι ένιωσα, ψιθυρίζοντας μέσα μου εκείνους τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου.

“Ναι, ήμουν πολύ σφιγμένος, διαλυμένος με τη σκέψη ότι υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι βυθισμένοι στο σκοτάδι για πάντα, αυτούς που γνώρισα -με σπαραγμό ψυχής- στη διάρκεια της έρευνας για τα ‘Δεκατρία κεριά στο σκοτάδι’, χρέος τιμής σε όλους αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους”

Πήρα μια βαθιά ανάσα και προχώρησα. Μας περίμενε στην πόρτα η κοπέλα που θα μας (καθ)οδηγούσε, η Σταυρούλα. Ο ένας έβαζε το χέρι του στον ώμο του μπροστινού του, κι έτσι προχωρήσαμε, μια αλυσίδα βυθισμένη στο απόλυτο σκοτάδι. Ήταν τόσο εκπαιδευμένοι και προσαρμοσμένοι όλοι οι εθελοντές -γίγαντες κι αυτοί, όπως εκείνη η καταπληκτική κοπέλα από την Κρήτη, η Μαρία Παπαδάκη που επίσης καθοδηγούσε κόσμο παρότι ήρθε από το Ηράκλειο με ρήξη χιαστού- λες και βάδιζαν κάτω από τους προβολείς ενός θεάτρου. Κι όταν φτάσαμε στο τραπέζι μας, το Κ3, πάρα πολλοί (όπως μου εκμυστηρεύτηκαν) ένιωσαν την τρομακτική επίδραση του σκοταδιού.

Όταν άρχισε να δουλεύει η αφή, όλα ήταν δύσκολα.

Έτσι, καθισμένος σε μια καρέκλα, συνειδητοποιούσα την καταλυτική επίδραση του σκοταδιού, όσο κι αν γούρλωνα τα μάτια μου. Με πίεζε ένα τεράστιο βάρος, ο φόβος του άγνωστου που ερχόταν ασυνείδητα, αφού στην πραγματικότητα δεν είχα να φοβηθώ τίποτα. Άλλοι ψιθύριζαν -θαρρείς και δεν ήθελαν να ταράξουν τη γαλήνη του σκοταδιού- άλλοι μιλούσαν δυνατά για να ξορκίσουν τις όποιες ανησυχίες τους. Τις πολλές μάλλον. Γιατί όταν άρχισε να δουλεύει η αφή, όλα ήταν δύσκολα. Τα πιρούνια άρχισαν να ‘τρακάρουν’ στον αέρα, όταν όλοι προσπαθούσαν να τσιμπολογήσουν κάτι. Τράκαραν και τα χέρια, όταν επιχειρήσαμε να πιάσουμε λίγο τυρί εντοπίζοντας μια πιατέλα. Άλλο όμως το κίτρινο τυρί με τα χέρια κι άλλο η φέτα! Εκεί είναι λίγο θέμα, και κάποιοι λερώθηκαν αρκετά.

Όπως και με τη σαλάτα, που προσγειώθηκε στα πουκάμισα αρκετών τολμηρών που επιχείρησαν να την τσιμπήσουν. Τότε αναπτύχθηκε μια έντονη αλληλεγγύη από όλους προς όλους. “Εδώ είναι τα τυριά, κρατάω το πιάτο. Βρήκα το νερό. Ανακάλυψα το μπουκάλι με το κρασί. Το ψωμί είναι κολλητά στο πιάτο”, ήταν οι κουβέντες του τραπεζιού. Προφανώς κανείς δεν μπορούσε να σερβίρει κανέναν, με τους κινδύνους προφανείς. Μια κοπέλα απέναντι και διαγώνια έβγαλε μια κραυγή αφού της έπεσε το νερό στο φόρεμα και τρόμαξε πολύ.

Οι συγκλονιστικοί σερβιτόροι -κάποιοι απ’ αυτούς τυφλοί- άρχισαν να φέρνουν δίσκους με φαγητά, όταν πια είχαμε συνηθίσει το σκοτάδι. Συνηθίζεται άραγε; Μεγάλη κουβέντα. Πάντως εκεί άρχισε η ανταλλαγή πληροφοριών. “Είναι μπριζόλα. Μάλλον δεν έχει κόκαλο. Έχει και πατάτες. Α, και ρύζι. Προσοχή, κάτι μεγάλο στο πιάτο είναι λεμόνι”, άρχισαν να λένε. Κάποιοι ψιθύρισαν ότι τρώνε με τα χέρια. Ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσουν μαχαιροπίρουνα. Στην πορεία ανακαλύψαμε ότι οι περισσότεροι δεν ακούμπησαν το ρύζι. Ε, δεν τρώγεται εύκολα με τα χέρια!

Όλοι είχαν ανάγκη το άγγιγμα, αυτό τους έφερνε ασφάλεια.

Η απειθαρχία -ένα από τα χαρακτηριστικά μας- χτύπησε και εκεί. Μερικοί ξετρύπωσαν τα κινητά τους κι άρχισαν να βγάζουν σέλφι. Αδιανόητο. Παρά τις παρακλήσεις του Βαγγέλη και των εθελοντών, κάποιος επέμενε κι έτσι αναγκάστηκαν να τον αποβάλουν, αφού οι κανονισμοί είναι σαφείς και είναι υπό διεθνή αιγίδα. Κάποιοι έκραξαν τους παραβάτες, τι σημασία έχει.

Μιλούσαμε με τους απέναντί μας, δίχως να ξέρουμε καν ποιοι είναι και πώς είναι. Σημασία είχε η επικοινωνία. “Είναι φοβερό όλο αυτό. Νιώθω να μου κόβεται η ανάσα”, μου είπε μια γυναικεία φωνή, η Ελένη, που ομολόγησε ότι έσφιγγε το χέρι του συνοδού της και δεν το άφησε στιγμή. Όλοι είχαν ανάγκη το άγγιγμα, αυτό τους έφερνε ασφάλεια.

Ο Αντρέας ήταν τρελαμένος. “Αν μου συνέβαινε στη ζωή μου νομίζω ότι δεν θα άντεχα και θα έπεφτα στο κενό… Δεν ξέρω… Δεν αντέχεται αυτό…”, είπε συγκλονισμένος, προσθέτοντας: “Τώρα που το βιώνω, θαυμάζω αυτούς τους ανθρώπους που είναι έτσι η ζωή τους. Υποκλίνομαι δηλαδή και νιώθω πολύ μικρός μπροστά τους”. Ο Βαγγέλης Αυγουλάς πείραζε όσους μπορούσε. “Κάνε μια περιγραφή στο μικρόφωνο, σαν να είσαι στο σκοτεινό Μπερναμπέου”, μου είπε. Κι ύστερα, από μικροφώνου πια, έκανε όλο τον κόσμο -και τους μουδιασμένους- να λυθούν στα γέλια. “Βεβαιωθείτε ότι το μπούτι που πιάνετε είναι της γυναίκας σας και όχι της γειτόνισσας”.

Τι να του πούμε όλοι εμείς αυτού του γίγαντα, που παλεύει -και θα παλεύει- έτσι σε όλη του τη ζωή, που παίζει στα χέρια του τη σελίδα του στο ίντερνετ, το meallamatia.blogspot.com. Πέρασαν τρεις ολόκληρες ώρες στο απόλυτο σκοτάδι κι η αλήθεια είναι ότι άκουσα πολλούς γύρω μου να κουβεντιάζουν ψιθυριστά για το πότε θα ανάψουν τα φώτα. Δεν άντεχαν άλλο. Ο Βαγγέλης έδωσε οδηγίες στους εθελοντές να πάρουν τις θέσεις τους ώστε να πάμε σιγά-σιγά στη διαδικασία του φωτός! Του δικού μας…

Τα φώτα

Κι ύστερα, άρχισε να μετράει ανάποδα, με όλον τον κόσμο να συμμετέχει με αγαλλίαση: Δέκα, εννέα, οκτώ, επτά, έξι, πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα, ΤΩΡΑ! Ήταν σαν να αλλάζαμε το χρόνο. Ανοίξαμε διστακτικά τα μάτια κι όλοι ψάχναμε να δούμε το χώρο που μας φιλοξενούσε. Μόνο φιλιά δεν ανταλλάξαμε. Είδαμε τους διπλανούς και τους απέναντι, χαιρετηθήκαμε ζεστά. Είχαμε ζήσει μαζί μια απίστευτη εμπειρία ζωής.

Αρκετά πιάτα ήταν ‘ταλαιπωρημένα’, άλλα είχαν μείνει άθικτα, υπήρχαν υπολείμματα των φαγητών στο τραπεζομάντιλο, πιρούνια πεσμένα στο πάτωμα, δύσκολες εικόνες. Κι εκεί, μετά το ‘δεύτε λάβετε φως’, όλοι έλαμπαν. Ακόμα κι όσοι δεν έβλεπαν καν.

Ο Βαγγέλης κάλεσε επί σκηνής όλους τους εθελοντές, που ήταν ιδιαίτερα συγκινημένοι. Κάποιοι είχαν συμμετάσχει για δέκατη φορά όπως ο Βαγγέλης (!), κάποιοι άλλη για πρώτη, δηλώνοντας ότι θα το επαναλάβουν με χαρά. Έχει την αξία του ότι οι εμπνευστές αυτής ιδέας, η οποία χρονολογείται από τον 19ο αιώνα, ήταν δύο Γάλλοι, ο Edouard de Broglie και ο Etienne Boisrond.

Υποστήριζαν ότι το απόλυτο σκοτάδι μας απελευθερώνει, έτσι ώστε να μπορέσουμε να απολαύσουμε στο μέγιστο βαθμό το φαγητό μας και την μυστηριώδη ατμόσφαιρα. Οργανώνονταν συχνά τέτοιου είδους δείπνα για να ευαισθητοποιηθεί η τοπική κοινωνία για τις ανάγκες των τυφλών ατόμων.

Αλλά στην Ελλάδα πάντα υπήρχε μούδιασμα, σε μια κοινωνία με ελάχιστες ευαισθησίες. ΠΩΣ ΝΑ ΦΩΝΑΞΟΥΜΕ, ΝΑ ΟΥΡΛΙΑΞΟΥΜΕ, ΟΤΙ ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ ΕΧΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ, ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΡΩΣΤΟΙ, ΟΤΙ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΕΣ ΚΑΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ; Εκεί στο σκοτάδι και μετά στο φως, οι τυφλοί εθελοντές μας αγκάλιασαν και μας ευγνωμονούσαν που βρεθήκαμε για λίγο στον κόσμο τους.

Ίσως γιατί μέσα τους να προσδοκούσαν ότι μπορεί να γίνουμε λίγο καλύτεροι και απλώς να καταλάβουμε, να κατανοήσουμε, να αντιληφθούμε ότι αυτοί οι συγκλονιστικοί άνθρωποι απλώς χρειάζονται ζεστασιά, τίποτε άλλο. Ανεβήκαμε στη σκηνή για φωτογραφίες, και ανάμεσά μας ήταν δυο εκπληκτικοί σκύλοι, οδηγοί τυφλών, ο Ερμής κι η Νίκη, πειθαρχημένοι σαν επίλεκτοι στρατιώτες. Ήταν και πέντε κωφά παιδιά, που μπήκαν στην αίθουσα χωρίς να βλέπουν και να ακούνε! Συνεννόηση με τα λευκά φωσφοριζέ γάντια τους. Απίστευτο.

Εμείς οι τυχεροί της Έπαυλης φύγαμε συγκλονισμένοι. Και θέλουμε, θέλω να δώσω στον Βαγγέλη ραντεβού στο φως της ζωής που δεν την ανακόπτει τίποτα. Ούτε το σκοτάδι. Ναι Βαγγέλη, το να περπατάς με ένα φίλο στο σκοτάδι, είναι καλύτερο από το να περπατάς μόνος στο φως. Ναι Βαγγέλη, το ξέρεις, χάνεται μόνο όποιος χάσει τα όνειρά του…

Πηγή: Τυφλός για τρεις ώρες: μια συγκλονιστική βιωματική εμπειρία

 

 

Σχετικά με τον συντάκτη

Η μοναδική, πλήρως προσβάσιμη για κάθε χρήστη, διαδραστική, κοινωνική πύλη ενημέρωσης στην Ελλάδα!

Αφήστε σχόλιο

ΧΟΡΗΓΟΙ

Επιστροφή στην κορυφή