Γράφει ο Μιχάλης Λώλης*
Εγκλήματα «λόγω προκαταλήψεων»
Αν τον ήξεραν, ήξεραν ποιος είναι, ήξεραν ότι πρόκειται για άτομο με νοητική βλάβη, για έναν ανάπηρο! Καθώς ένα πρόσωπο που διαπράττει ένα ρατσιστικό έγκλημα, αλλιώς ένα έγκλημα μίσους δεν χρειάζεται στην πραγματικότητα να υποκινείτα από απλό µίσος για το θύμα του, αλλά δύναται το έγκλημα να είναι περισσότερο η έκφραση της προκατάληψης ή της μεροληψίας του ενάντια στο εγγενές χαρακτηριστικό ή την ιδιότητα ή την κατάσταση του θύματος που χαρακτηρίζει ακριβέστερα αυτά τα εγκλήματα.
Ένα έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά ή έγκλημα μίσους δε τελείται μόνο από «μίσος» του δράστη στα χαρακτηριστικά του θύματος που τον καθιστούν, μεταξύ άλλων, ευάλωτο στη βία (έθνος, χρώμα, σεξουαλικός προσανατολισμός, αναπηρία κλπ), αλλά δύναται να τελεστεί από προκατάληψη του δράστη λόγω των χαρακτηριστικών του θύματος, για αυτό και αποκαλούνται και εγκλήματα «λόγω προκαταλήψεων».
Δείκτες προκαταλήψεις
Οι δείκτες προκαταλήψεις για τον εντοπισμό του ρατσιστικού κινήτρου, μας βοηθούν να εντοπίσουμε το βαθύτερο κίνητρο, όταν αυτό δεν είναι το ξεκάθαρο μίσος του δράστη όταν το έγκλημα τελείται με ρατσιστικά χαρακτηριστικά του άρθρου 82Α του Π.Κ.. Δηλαδή, προκειμένου ένα αδίκημα να συνιστά έγκλημα µίσους, σε αντίθεση µε ένα κοινό αδίκημα του ποινικού νόμου, ο δράστης κινούμενος από μια προκατειλημμένη άποψη, εγγενώς συνδεδεμένη µε τα πραγματικά ή υποτιθέμενα ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά του θύματος, προστατευόμενα από το δίκαιο και καθιστώντας έτσι στόχο στα µάτια του δράστη. Οι δείκτες προκαταλήψεις μπορούν να εξακριβωθούν έμμεσα και στο βαθμό υπαιτιότητας της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, την οποία μπορούν να επηρεάσουν κιόλας, καθώς η αμέλεια σε ένα κοινό αδίκημα, μπορεί εύκολα να γίνει πρόθεση σε ένα έγκλημα μίσους, όταν ο δράστης προβλέπει ότι από την πράξη του (αξιόποινη ή όχι) είναι δυνατό να παραχθεί το αξιόποινο αποτέλεσμα και παρά ταύτα δεν απέχει από την ενέργεια του λόγω προκατάληψης, αποδεχόμενος την παραγωγή του αποτελέσματος (ενδεχόμενος δόλος). Ή ακόμα όταν ο δράστης, δεν επιδιώκει ευθέως το εγκληματικό αποτέλεσμα της πράξης (άμεσος δόλος), αλλά το προβλέπει ως αναγκαία συνέπεια της πράξης του και εντούτοις το αποδέχεται, γιατί λόγω προκατάληψης δεν τον νοιάζει, δεν ενδιαφέρεται, δεν έχει ίχνος ενσυναίσθησης για την ευαλωτότητα του θύματος (αναγκαίος δόλος).
Μισαναπηρισμός
Τα αίτια ενός εγκλήματος με ρατσιστικό κίνητρο λόγω αναπηρίας λοιπόν βρίσκονται στο μισαναπηρισμό που κυριαρχεί στην κοινωνία και καλλιεργεί αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις που σε ορισμένους φτάνουν μέχρι και την άσκηση ακραίας μορφής βίας. Ο μισαναπηρισμός αποτελεί το σύνολο υποθέσεων, αντιλήψεων και πρακτικών που αψηφά τα δικαιώματα των αναπήρων, αντιμετωπίζει τα ανάπηρα άτομα ως κατώτερα και τα οδηγεί σε μια σειρά αποκλεισμών. Ως εκ τούτου, ως μισαναπηρικές πρακτικές μπορούν να οριστούν οι ενέργειες, οι συμπεριφορές και οι καταστάσεις, οι οποίες οδηγούν στην περιθωριοποίηση και στον διαχωρισμό των αναπήρων σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Μισαναπηρισμός θεωρείται ακόμα ότι μπορεί κάποιος να αστειευτεί ή να σπάει πλάκα με ένα νοητικά ανάπηρο άτομο.
Ως εκ τούτου, αν υφίσταται ρατσιστικό κίνητρο, ακόμα και αν η απόδειξη είναι δυσχερής, πρέπει η δικαιοσύνη από την προανάκριση ακόμα να εξετάσει τους δείκτες προκαταλήψεις, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος, μεταξύ άλλων, οι δράστες να τιμωρηθούν με ελαφρύτερες ποινές, αλλά και της υποαναφοράς τέτοιων εγκλημάτων, καθώς οι ανάπηροι θα αποσύρουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη τους στη δικαιοσύνη και τους θεσμούς της.
Τέλος, είναι σημαντικό να πούμε ότι η νομική προσέγγιση δεν μπορεί να είναι επαρκής, αφού θέτει την έννοια του άλλου, του διαφορετικού ως ξένου σώματος και μια μονοδιάστατη ανάλυση των ταυτοτήτων ενός ατόμου, μέσω της νομικής του ένταξης στη μία ή την άλλη κατηγορία (ανάπηρος, αλλοδαπός, μαύρος, ομοφυλόφιλος), έτσι παραβλέπει την ευρύτερη κοινωνική διάσταση. Όταν σε ένα άτομο συντρέχουν πάντοτε και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους πολλές και διαφορετικές ταυτότητες, μαζί με το γεγονός ότι ο ρατσισμός είναι η απαξίωση της ζωής και ο εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η νομική προσέγγιση ότι όλες οι μορφές διακρίσεων επιδέχονται μια κοινή λύση φανερώνει έλλειψη πραγματικής ενσυναίσθησης της κοινωνίας και του κράτους, αν όχι πλήρη αδιαφορία, πάνω στα ουσιαστικά προβλήματα που αναδύονται μέσα από τις εκάστοτε κοινωνικές διαφοροποιήσεις των ταυτοτήτων, κυρίως των ευάλωτων και μη προνομιούχων συνανθρώπων μας.
Δεν ήταν απλά ένας ανάπηρος θύμα ενός εγκλήματος, ήταν ένας ανάπηρος γιος, αδερφός, συγγενής, φίλος, συγχωριανός, συνάδελφος, σύντροφος, πολίτης, ένας άνθρωπος διαφορετικός όπως όλοι μας.
* Διοικητής του τμήματος Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας Αττικής