Η αυτοκτονία, ως τρόπος θανάτου συνοδεύει τον άνθρωπο από την αρχή της ιστορίας του (Κατσαδώρος & Μπεκιάρη, χ.χ.). Ως αυτοκτονία μπορεί να θεωρηθεί ο αυτοπροκαλούμενος θάνατος ενός ανθρώπου με στόχο την έξοδο από ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση που του προκαλεί μεγάλο πόνο. Δεν αποτελεί μια τυχαία πράξη, αλλά μια συνειδητή επιλογή ενός ανθρώπου που αισθάνεται ανήμπορος και απελπισμένος να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του (Κατσαδώρος & Μπεκιάρη, 2011).
Σήμερα, η αυτοκτονία αποτελεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο που παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. Οι δείκτες αυτοκτονίας αυξήθηκαν παγκοσμίως γύρω στο 60% (Κατσαδώρος & Μπεκιάρη, χ.χ.), ενώ είναι ανησυχητική και η αύξηση των αυτοκτονιών στις ηλικίες 13-20, δηλαδή στην εφηβική ηλικία (Νούλη & Ποιμενίδου, 2008).
Όροι σχετικοί με την αυτοκτονία
Με τον όρο «αυτοκτονικός ιδεασμός» περιγράφονται οι σκέψεις που αφορούν σε μία ενδεχόμενη αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και κυμαίνονται από ακαθόριστες σκέψεις θανάτου κάποια στιγμή στο μέλλον μέχρι συγκεκριμένο πλάνο απόπειρας αυτοκτονίας (Μαλογιάννης, 2008). Το σχέδιο μπορεί να είναι ολοκληρωμένο και να περιλαμβάνει τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο της αυτοκτονίας. Μάλιστα, η ύπαρξη σχεδίου αυτοκτονίας είναι ένας παράγοντας που αυξάνει τη σοβαρότητα του ιδεασμού και τον κίνδυνο αυτοκτονίας. Ο αυτοκτονικός ιδεασμός μπορεί να είναι χρόνιος και επίμονος, κυρίως όταν υπάρχει σοβαρή ψυχοπαθολογία ή να είναι παροδικός και η έναρξη του να σχετίζεται με δυσάρεστα γεγονότα ζωής (Κατσαδώρος, & Μπεκιάρη, 2011). Οι σκέψεις αυτές αποτελούν ένα προειδοποιητικό μήνυμα που αν αξιολογηθεί σωστά μπορεί να βοηθήσει στην αποτροπή μιας πιθανής απόπειρας αυτοκτονίας (Vander Stoep et al., 2009). Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) ως απόπειρα αυτοκτονίας ορίζεται η «πράξη χωρίς θανατηφόρο αποτέλεσμα, κατά την οποία το άτομο εμφανίζει μία μη συνήθη συμπεριφορά χωρίς την παρέμβαση άλλων, η οποία προκαλεί αυτοτραυματισμό ή χαρακτηρίζεται από τη λήψη φαρμακευτικής ουσίας σε πολύ μεγαλύτερη από τη θεραπευτική δόση και η οποία συμπεριφορά έχει ως στόχο την επίτευξη αλλαγών που το άτομο επιθυμεί μέσω των πραγματικών ή των αναμενόμενων σωματικών επιπτώσεων – βλαβών» (Platt et al., 1992) (όπ. αναφ. στο Μαλογιάννης, 2008).
Ένας άλλος σχετικός όρος είναι αυτός της παρα-αυτοκτονίας. Πρόκειται για «τη συμπεριφορά ασθενών που αυτοακρωτηριάζονται ή αυτοτραυματίζονται, χωρίς να υπάρχει πάντα πρόθεση θανάτου» (Κατσαδώρος & Μπεκιάρη, 2011). Οι απόπειρες αυτοκτονίας διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την ύπαρξη σχεδίου και την πρόθεση θανάτου. Όσον αφορά την ύπαρξη σχεδίου χωρίζονται σε προσχεδιασμένες ή παρορμητικές, ενώ για την πρόθεση θανάτου ενδεικτική είναι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε, καθώς και ο βαθμός σωματικής βλάβης που προκλήθηκε από την απόπειρα (Κατσαδώρος & Μπεκιάρη, 2011). Συνήθως η πορεία προς την αυτοκτονία ξεκινάει με περιστασιακό αυτοκτονικό ιδεασμό, ο οποίος εν συνεχεία γίνεται επαναλαμβανόμενος και μπορεί να περιλαμβάνει και συγκεκριμένα σχέδια αυτοκτονικής συμπεριφοράς. Έπειτα ακολουθεί η μη θανατηφόρος αυτοκτονική συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από μία ή από επαναλαμβανόμενες απόπειρες αυτοκτονίες των οποίων η σοβαρότητα αξιολογείται από τη μέθοδο πραγματοποίησης της απόπειρας και από τη σοβαρότητα των προκληθέντων σωματικών βλαβών. Η ήπιας έως μέτριας βαρύτητας απόπειρα χαρακτηρίζεται από ελαφρές σωματικές βλάβες, μη βίαιη μέθοδο, χαμηλά επίπεδα αυτοκτονικού ιδεασμού. Συνήθως γίνεται σε νεαρή ηλικία και δεν υπάρχει καμία προσπάθεια απόκρυψης της πράξης. Αντιθέτως, στη σοβαρή απόπειρα υπάρχουν βαριές σωματικές βλάβες, χρησιμοποιούνται βίαιες μέθοδοι, υπάρχουν υψηλά επίπεδα αυτοκτονικής ενασχόλησης, σαφής πρόθεση θανάτου, τα άτομα είναι μεγαλύτερης ηλικίας και συχνά υπάρχει σοβαρή ψυχοπαθολογία (Μαλογιάννης, 2008). Όσο ανεβαίνει ο αριθμός των αποπειρών αυτοκτονίας τόσο μεγαλύτερες είναι και οι πιθανότητες να φτάσει κανείς σε αυτοκτονία. Συγκεκριμένα ο κίνδυνος επανάληψης μίας απόπειρας είναι μεγαλύτερος τον πρώτο χρόνο μετά από την προηγούμενη και ειδικά τους πρώτους 3-4 μήνες και το 10-15% των ατόμων που έχουν ιστορικό προηγούμενης απόπειρας τελικά αυτοκτονούν (Μαλογιάννης, 2008).
Ποιος είναι ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων που σκέφτονται την αυτοκτονία;
Κάθε άνθρωπος δέχεται καθημερινά από το περιβάλλον του διάφορα ερεθίσματα. Ο τρόπος με τον οποίο επεξεργάζεται, όμως, τις πληροφορίες και τα ερεθίσματα που δέχεται από το περιβάλλον του, καθώς και ο τρόπος που τα νοηματοδοτεί διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Έτσι, κατά την επεξεργασία των πληροφοριών, κάποιος μπορεί να οδηγηθεί στα λεγόμενα «διεργασιακά λάθη». Τα σφάλματα αυτά του επιτρέπουν να διατηρήσει τις δυσλειτουργικές του πεποιθήσεις και ενισχύουν την πίστη του σε αυτές παρά την παρουσία αντίθετων προς τις εν λόγω πεποιθήσεις εμπειριών (Beck et al., 1979) (όπ. αναφ. στο Καλαντζή-Αζίζι, 2002, σ. 59).
Σύμφωνα με τον Beck (1985), η απελπισία είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της κατάθλιψης και αποτελεί το σύνδεσμο ανάμεσα στην κατάθλιψη και την αυτοκτονία. Πρόκειται για μια γνωστική παραμόρφωση που ενεργοποιεί δυσλειτουργικά πρότυπα σκέψης με αποτέλεσμα να διαστρεβλώνουν σε τόσο βαθμό την πραγματικότητα που η αυτοκτονία φαντάζει ως η μόνη λύση στα προβλήματα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι τα άτομα που οδηγούνται στην απόπειρα αυτοκτονίας σκέφτονται με ένα δύσκαμπτο τρόπο, μη λειτουργικό, γεγονός που τα εμποδίζει να βρίσκουν εναλλακτικές στα προβλήματά τους, καταλήγοντας έτσι σε αδιέξοδα. Επίσης, δυσκολεύονται να θυμηθούν ευχάριστες στιγμές στο παρελθόν ή να προβάλλουν τον εαυτό τους στο μέλλον απαλλαγμένο από τα προβλήματα. Δηλαδή, δεν είναι τόσο το ότι προσδοκούν κάποιο αρνητικό γεγονός στο μέλλον, αλλά περισσότερο το ότι αδυνατούν να σκεφτούν ένα θετικό μέλλον, μένοντας έτσι εγκλωβισμένοι στο παρόν και στην παρούσα κατάσταση (Μαλογιάννης, 2008). Για παράδειγμα, ένας αυτοκαταστροφικός έφηβος που μόλις χώρισε πιθανόν να σκέφτεται ότι κανείς δεν τον αγάπησε ποτέ και κανείς δεν πρόκειται να τον αγαπήσει.
Παρόλο που οι συνήθεις γνωσίες ενός αυτοκτονικού εφήβου είναι: «Δεν αξίζει να ζω, δεν έχει νόημα», «Δε θα είμαι ποτέ ευτυχισμένος», «Όλοι θα είναι καλύτερα χωρίς εμένα», «Η αυτοκτονία είναι η μόνη λύση» κ.ο.κ (Μαλογιάννης, 2008), τις περισσότερες φορές τα συναισθήματα που έχουν για την αυτοκτονία είναι ανάμεικτα, υπάρχει δηλαδή μία αμφιθυμία. Από τη μία υπάρχει η επιθυμία για το θάνατο, από την άλλη όμως υπάρχει και η επιθυμία για τη ζωή και αυτό που θέλει ο αυτοκτονικός έφηβος ή ενήλικας είναι να ξεφύγει από τις παρούσες δυσκολίες και από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται (Κατσαδώρος & Μπεκιάρη, χ.χ.).
Μα γιατί ένας έφηβος να θέλει να αυτοκτονήσει;
Αυτό που συνήθως ακούει κανείς για τους εφήβους είναι ότι «βρίσκονται στην καλύτερη ηλικία», ότι «έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους», ότι «μπορούν να ξεπεράσουν οποιοδήποτε πρόβλημα» και ότι «δεν έχουν ουσιαστικά προβλήματα και λόγους για να είναι δυστυχισμένοι». Παρόλα αυτά όμως, παρατηρείται ότι η αυτοκτονία αυξάνεται εντυπωσιακά μεταξύ των νέων κυρίως από την ηλικία των 15 ετών για να φτάσει στο υψηλότερο ποσοστό στο 23ο έτος (Shaffer & Fisher, 1981).
Γιατί λοιπόν σε μία τόσο καλή ηλικία κάποιος να θελήσει να βάλει τέλος στη ζωή του; Ο βασικότερος λόγος είναι ότι τη στιγμή που κάποιος σκέφτεται ή πραγματοποιεί μία απόπειρα αυτοκτονίας θεωρεί ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο. Πιθανότατα ο έφηβος αισθάνεται πως κανείς, ούτε καν οι γονείς του δεν μπορούν να τον καταλάβουν, πως τίποτα δε μπορεί να αλλάξει και να διορθωθεί και άρα η μόνη λύση είναι ο θάνατος. Από την άλλη, η όποια αυτοκαταστροφική συμπεριφορά τους μπορεί να είναι ταυτόχρονα και επιθετική συμπεριφορά ενάντια στους γονείς ή γενικότερα στους άλλους, παίρνοντας έτσι τη μορφή της «χειριστικής απόπειρας». Αυτή είναι «μία έννοια αρκετά επικίνδυνη, γιατί τείνει να θεωρήσει τη ζωή ενός εφήβου αντικείμενο ανταλλαγής ή εκβιασμού για να κερδίσει κάτι (την προσοχή, τη συγχώρεση)» (Πομίνι, 2002) (όπ. αναφ. στο Νούλη & Ποιμενίδου, 2008, σ. 44). Σε αυτήν την περίπτωση οι απόπειρες αυτοκτονίας σηματοδοτούν την αποτυχία της μετάβασης από την κρίση της εφηβείας και αποτελούν μέσο προσέλκυσης της προσοχής των άλλων. Στην εφηβεία, επίσης, «συναντώνται με αυξημένη συχνότητα τα αυτοκτονικά ισοδύναμα, συμπεριφορές δηλαδή που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα χωρίς να υπάρχει συνειδητή επιθυμία θανάτου (π.χ. επικίνδυνη οδήγηση μηχανής )» (Κουλούρη, 2009, σ. 296).
Το κλειδί στην αντιμετώπιση είναι το να “ακούμε”
Ποια είναι η λύση όμως; Τι μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε έναν έφηβο με αυτοκτονικό ιδεασμό ή απλά έναν έφηβο που αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα; Να τον ακούσουμε! Τα παιδιά δε θέλουν κήρυγμα και θεωρίες, δε θέλουν να τους πούμε ποια είναι τα λάθη τους, δεν χρειάζονται την απόρριψη μας.. σε μία ηλικία που η ψυχολογία των εφήβων είναι πολύ εύθραυστη και η αυτοεικόνα τους μπορεί να γκρεμιστεί με το παραμικρό σχόλιο αυτό που χρειάζεται είναι να έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά, να είμαστε σε θέση να ακούσουμε την όποια κραυγή βοήθειας έστω κι αν αυτή είναι καμουφλαρισμένη σε επιθετική συμπεριφορά ή σε αδιαφορία για τα πάντα. Αυτό που πρέπει να αναλογιστούμε είναι το πόσο δυνατά είναι τα συναισθήματα του παιδιού, όπως είναι τα συναισθήματα όλων των εφήβων καθώς είναι μία αναπτυξιακή περίοδος όπου όλα είναι πολύ έντονα και κυριαρχεί και ο λεγόμενος προσωπικός μύθος που σημαίνει πως ότι συμβαίνει στον έφηβο είναι μοναδικό. Εδώ χρειάζεται ο σεβασμός των συναισθημάτων των παιδιών και να είμαστε σε θέση να τα αγκαλιάσουμε και να τα αποδεχτούμε ακόμα και αν για εμάς έκαναν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής τους. Ένα παιδί και γενικά ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος για να οδηγηθεί στην αυτοχειρία σημαίνει ότι βιώνει ένα τεράστιο εσωτερικό αδιέξοδο, βιώνει μία κατάσταση κατά την οποία πιστεύει ότι τίποτα δεν έχει νόημα, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, τίποτα δεν μπορεί να βοηθήσει. Αυτή η εσωτερική ερημιά τον πνίγει και είναι τόσο δυνατή κάποιες φορές που υπερνικά το ένστικτο της ζωής. Ο αυτόχειρας νιώθει μόνος, δεν θέλει να πληγώσει τους γύρω του, δεν είναι εγωιστής…είναι ένας άνθρωπος βυθισμένος στο απόλυτο σκοτάδι, ένας άνθρωπος που δε βλέπει φως πουθενά, που νιώθει πως είναι βάρος για τους άλλους ανθρώπους και ότι έχει καταστρέψει τη ζωή τους. Όταν ένα παιδί λοιπόν φτάνει σε σημείο να αισθάνεται έτσι πρέπει να αναρωτηθούμε τι πήγε στραβά, τι κάναμε λάθος όλοι..γονείς, εκπαιδευτικοί, κοινωνία, όλοι… Δεν χρειάζονται σχόλια, δεν χρειάζονται μπαλάκια ευθυνών, χρειάζεται να ξυπνήσουμε και να αναλογιστούμε όλοι τις ευθύνες μας έτσι ώστε να μην υπάρξει άλλοι συνάνθρωποι μας σε αυτή τη θέση…
Βιβλιογραφικές Αναφορές
- Καλαντζή – Αζίζι, Α., Αγγελή, Κ., & Ευσταθίου, Γ. (2002). Αυτογνωσία & Αυτοδιαχείριση: Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική Προσέγγιση. – Ένα μοντέλο κλινικής πρακτικής και εκπαίδευσης ειδικών ψυχικής υγείας και εκπαιδευτικών. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
- Κατσαδώρος, Κ. Β., & Μπεκιάρη, Ε. Η. (χ.χ.). Οδηγός για την Πρόληψη της Αυτοκτονίας Παιδιών και Εφήβων. Ένας οδηγός για εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Αντλήθηκε από: http://www.klimaka.org.gr/newsite/downloads/odigos_sxoleia_new_.pdf
- Κουλούρη, Α. (2009). Αυτοκαταστροφική Συμπεριφορά και Υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Νοσηλευτική, 48, 292-299.
- Μαλογιάννης, Ι. (2008). Αυτοκτονικός Ασθενής: Διάγνωση, κατανόηση, θεραπευτική παρέμβαση και πρόληψη της αυτοκτονίας. Ινστιτούτο έρευνας και Θεραπείας της Συμπεριφοράς. Αντλήθηκε από: http://www.ibrt.gr/ekpaideysi/SuicideWorkshop1.pdf
- Νούλη, Λ., & Ποιμενίδου, Γ. (2008). Απόπειρες αυτοκτονίας στην εφηβική ηλικία.
- Vander – Stoep, Α., McCauley, Ε., Flynn, C., & Stone, A. (2009). Thoughts of Death and Suicide in Early Adolescence. Suicide and Life-Threatening Behavior, 39, 599-613.