• Αρχική
  • Επιστημονικά
  • Αύξηση της διαχρονικής φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού για τα άτομα με αναπηρία τα τελευταία 2 χρόνια
Άτομο σε αναπηρικό αμαξίδιο φαίνεται μόνο το δεξί του πόδι και μέρος της δεξιάς ρόδας. Αριστερά του αμαξιδίου το λογότυπο της ΕΣΑμεΑ.

Δελτίο Τύπου Παρατηρητηρίου Θεμάτων αναπηρία της ΕΣΑμεΑ

Αύξηση της διαχρονικής φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού για τα άτομα με αναπηρία τα τελευταία 2 χρόνια: Απαιτούνται άμεσα γενναία μέτρα στήριξης

Αύξηση της διαχρονικής φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού για τα άτομα με αναπηρία τα τελευταία 2 χρόνια: Απαιτούνται άμεσα γενναία μέτρα στήριξης

  Το 50,7% των ατόμων με σοβαρή αναπηρία 16-64 ετών βρίσκονται στο φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού

  Το 2022 το ποσοστό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία 65 ετών και άνω σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό ανήλθε σε 27,4%, από 22,7% το 2020

Η φτώχεια και η αναπηρία παραμένουν στη χώρα μας ζεύγος αχώριστο

Η κλιμάκωση του φαινομένου της φτώχειας και του αποκλεισμού και η διεύρυνση των ανισοτήτων εις βάρους των ατόμων με αναπηρία, χρόνιες παθήσεις και των οικογενειών τους στη χώρα μας είναι το βασικό συμπέρασμα του 13ου Δελτίου Στατιστικής Πληροφόρησης του Παρατηρητηρίου Θεμάτων Αναπηρίας της ΕΣΑμεΑ, που δημοσιεύει σήμερα η ΕΣΑμεΑ.

Παρά τη σταδιακή βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών δεικτών από το 2016, και τη σχετική αποκλιμάκωση του φαινομένου της φτώχειας και του αποκλεισμού στον γενικό πληθυσμό της χώρας, στον πληθυσμό των ατόμων με αναπηρία καταγράφεται δυστυχώς αντίστροφή εξέλιξη, δηλαδή κλιμάκωση του φαινομένου της φτώχειας και του αποκλεισμού και διεύρυνση των ανισοτήτων εις βάρους τους. Όπως επιβεβαιώνεται και στο παρόν δελτίο του Παρατηρητηρίου, η φτώχεια και η αναπηρία παραμένουν στη χώρα μας ζεύγος αχώριστο.

Η έκταση του φαινομένου της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στα άτομα με σοβαρή αναπηρία 16-64 ετών είναι δραματική, με τους μισούς πολίτες αυτής της κατηγορίας να βρίσκονται στο φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Ταυτόχρονα σημαντικό τμήμα του παραγωγικού πληθυσμού με αναπηρία βρίσκεται εντελώς αποκλεισμένο από την πρωταρχική πηγή εισοδήματος, δηλαδή την εργασία, καθώς στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν μετέχει καν στο εργατικό δυναμικό της χώρας, καθώς μεταξύ άλλων σοβαρών εμποδίων, η λήψη των αναπηρικών επιδομάτων δεν έχει αποσυνδεθεί από την δυνατότητα για εργασία.

Πολύ αρνητική εξέλιξη είναι όμως και η αυξητική τάση στο ποσοστό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία και ηλικία από 65 ετών και άνω που βρίσκονται στο φάσμα της φτώχειας ή/και του αποκλεισμού και που αντιμετωπίζουν σοβαρές υλικές στερήσεις. Μάλιστα, το 2022 το ποσοστό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία 65 ετών και άνω σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό ανήλθε σε 27,4% από 22,7% το 2020. Παρά το γεγονός ότι ειδικά τα πρώτα χρόνια της κρίσης οι ηλικίες αυτές έδειξαν μεγαλύτερα αντοχή στην φτωχοποίηση, λόγω της προστασίας των συντάξεων, οι συνεχείς περικοπές στις συντάξεις, αλλά και η κάθετη πτώση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, είναι μεταξύ των αιτιών που θέτουν πλέον και τους ηλικιωμένους με αναπηρία στα στρώματα που αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο εξαθλίωσης.

Προτεραιότητα στην αποσύνδεση των αναπηρικών επιδομάτων από το δικαίωμα στην απασχόληση

Παρότι λοιπόν πρόσφατα, υπήρξε μια πολύ σημαντική νίκη για το αναπηρικό κίνημα, δηλαδή η αύξηση των αναπηρικών επιδομάτων, που ήταν πάγιο αίτημα της ΕΣΑμεΑ και το έθετε με όλους τους τρόπους εδώ και χρόνια, το εν λόγω μέτρο δεν είναι αρκετό για να αντισταθμίσει το χάσμα του επιπέδου διαβίωσης των πολιτών με αναπηρία.

Συνεπώς, απαιτείται ένα γενναίο πρόγραμμα υποστήριξης του εισοδήματος και της κοινωνικής ένταξης των ατόμων με αναπηρία, με άμεση προτεραιότητα στην αποσύνδεση των αναπηρικών επιδομάτων από το δικαίωμα στην απασχόληση, και στην ενίσχυση των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και ένταξης στην εργασία. Παράλληλα, είναι απολύτως αναγκαία η λήψη θεσμικών μέτρων με στόχο την αύξηση των αναπηρικών συντάξεων, αλλά και τη δικαιότερη φορολογική αντιμετώπιση των ατόμων με αναπηρία, λαμβάνοντας υπόψη το πρόσθετο κόστος που αντιμετωπίζουν για την διαβίωση τους. Τέλος, απαιτείται η μη περικοπή της σύνταξης σε περίπτωση απασχόλησης συνταξιούχων λόγω αναπηρίας, οι οποίοι είναι μετέωροι, διότι δεν υπάγονται ούτε στον ν.612/1977, που δεν γίνεται καμία περικοπή σύνταξης σε περίπτωση εργασίας, αλλά ούτε στο άρθρο 27 του ν. 4670/2020, σύμφωνα με το οποίο καταβάλλονται μειωμένες οι συντάξεις σε ποσοστό 30% των συνταξιούχων που αναλαμβάνουν εργασία, καθώς οι συντάξεις αναπηρίας είναι πάρα πολύ χαμηλές και οι συνταξιούχοι με αναπηρία βιώνουν φτώχεια και εξαθλίωση.

Πηγή των δεδομένων είναι η δειγματοληπτική Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC -Statistics on Income and Living Conditions) της Eurostat, που διενεργείται στην Ελλάδα από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, και αποτελεί τη βασική πηγή αναφοράς των συγκριτικών στατιστικών για την κατανομή του εισοδήματος και τον κοινωνικό αποκλεισμό σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η Πράξη «Παρατηρητήριο Θεμάτων Αναπηρίας» συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) στους Άξονες Προτεραιότητας: 1 «Συστημικές Παρεμβάσεις των θεσμών της αγοράς εργασίας και της πρόνοιας», 4 «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας» και 5 «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση 2014-2020»

Παρατηρητήριο Θεμάτων Αναπηρίας

Το Παρατηρητήριο Θεμάτων Αναπηρίας της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.μεΑ.), εφεξής «Παρατηρητήριο» με αντικείμενο την επιστημονική καταγραφή, τη μελέτη και την έρευνα σε θέματα αναπηρίας, στοχεύει στο να καθιερωθεί ως βασική πηγή πληροφόρησης για τις εξελίξεις στο πεδίο της αναπηρίας. Συγκεντρώνοντας και αναλύοντας δεδομένα και πληροφόρηση από εγχώριες και διεθνείς πηγές, το Παρατηρητήριο συμβάλλει στην παρακολούθηση, στην προστασία και στην προώθηση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία, χρόνιες παθήσεις και των οικογενειών τους.

Βασικός πυλώνας στη δραστηριότητα του Παρατηρητηρίου, αποτελεί η συγκέντρωση και η ανάλυση στατιστικών δεδομένων σε βασικούς τομείς που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης και στα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία και χρόνιες παθήσεις ως προς την άσκηση των δικαιωμάτων τους.

Επιπρόσθετα, το «Παρατηρητήριο», καλείται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των εθνικών στατιστικών για την αναπηρία. Με τον νόμο ν.4488/2017, το Παρατηρητήριο της Ε.Σ.Α.μεΑ. θεσμοθετείται ως ο βασικός συνομιλητής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και των λοιπών φορέων του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος αναφορικά με την υποχρέωσή τους να αναπτύσσουν, να παράγουν και να διαδίδουν επίσημες στατιστικές σχετικά με τα άτομα με αναπηρία. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι για τους σκοπούς του σχεδιασμού των ως άνω στατιστικών και της διάχυσης των παραγόμενων δεδομένων, οι αρμόδιοι φορείς τελούν σε διαβούλευση με το Παρατηρητήριο Θεμάτων Αναπηρίας της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.μεΑ.).

Στο πλαίσιο υλοποίησης της Δράσης 1.2 (Π.Ε.2) του Υποέργου 1 της Πράξης «Παρατηρητήριο Θεμάτων Αναπηρίας» που υλοποιεί η Ε.Σ.Α.μεΑ. στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» με τη συγχρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ) και εθνικών πόρων, το Παρατηρητήριο συντάσσει και δημοσιεύει σε τακτά χρονικά διαστήματα δελτία στατιστικής πληροφόρησης αφιερωμένα σε συγκριμένα θεματικά πεδία, όπου παρουσιάζει τα σημαντικότερα ευρήματα και τάσεις όπως αυτά προκύπτουν μέσω της επεξεργασίας των διαθέσιμων στατιστικών στοιχείων.

Εισαγωγή

Αντικείμενο του παρόντος είναι η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός στα άτομα με αναπηρία. Σε συνέχεια της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα, η υγειονομική συνθήκη της πανδημίας και οι επακόλουθες δραματικές επιπτώσεις στην οικονομία έθεσαν εκ νέου στο στόχαστρο τα πλέον ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας, και ιδιαίτερα τα άτομα με αναπηρία και χρόνιες παθήσεις και τις οικογένειες τους. Τα άτομα με αναπηρία υπήρξαν μεταξύ αυτών που βίωσαν αντικειμενικά με τον πιο σκληρό τρόπο την οικονομική κρίση. Οι οριζόντιες περικοπές που σημειώθηκαν σε μισθούς και συντάξεις ως αποτέλεσμα των μνημονιακών πολιτικών, ήταν ιδιαίτερα επώδυνες για τα άτομα με αναπηρία ή/ και χρόνιες παθήσεις, λαμβάνοντας υπόψη και το πρόσθετο κόστος διαβίωσης που αντιμετωπίζουν λόγω της αναπηρίας. Κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, με τις ανυπολόγιστες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, τα άτομα με αναπηρία, χρόνιες παθήσεις και τα μέλη των οικογενειών τους δεν έγιναν αποδέκτες καμίας μορφής κρατικής ενίσχυσης, γεγονός που δυσχέραινε ακόμη περισσότερο την πρόσβαση τους σε ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης. Οι εξελίξεις της τελευταίας διετίας με τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ενεργειακή και πληθωριστική κρίση έθεσαν πρόσθετες απειλές στις συνθήκες διαβίωσης όλων των πολιτών και των ατόμων με αναπηρία στη χώρα μας.

Σε αυτό το δυσχερές για την κοινωνία πλαίσιο, στο παρόν δελτίο, αναλύονται συγκριτικά τα δεδομένα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στον πληθυσμό των ατόμων με και χωρίς αναπηρία για το έτος 2022, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2021, και αποτυπώνονται οι διαχρονικές μεταβολές το διάστημα 2015-2022.

Πηγή των δεδομένων αποτελεί η δειγματοληπτική Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC -Statistics on Income and Living Conditions) της Eurostat, που διενεργείται στην Ελλάδα από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, και αποτελεί τη βασική πηγή αναφοράς των συγκριτικών στατιστικών για την κατανομή του εισοδήματος και τον κοινωνικό αποκλεισμό σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

«Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό»

Ειδικότερα, εξετάζεται ο σύνθετος δείκτης «Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό», ο οποίος αποτελεί δείκτη αναφοράς σε επίπεδο Ε.Ε. για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, και αναλύονται και οι επιμέρους συνιστώσες που τον απαρτίζουν.

Ωστόσο, επισημαίνεται ότι, το 2021 ο δείκτης «πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό» αναθεωρήθηκε από την Eurostat, στο πλαίσιο της νέας Στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Europe 2030». Πιο συγκεκριμένα, αναθεωρήθηκε ο τρόπος υπολογισμού της συνιστώσας του δείκτη «Ποσοστό ατόμων με σοβαρές υλικές στερήσεις», ενώ μετονομάστηκε σε «Ποσοστό ατόμων με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις». Επίσης τροποποιήθηκε η μεθοδολογία υπολογισμού της συνιστώσας του δείκτη «Ποσοστό ατόμων που διαβιούν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας».

Αξίζει να σημειωθεί ότι, η αναθεωρημένη μέθοδος υπολογισμού του δείκτη μειώνει σημαντικά τις ποσοτικές εκτιμήσεις του φαινομένου της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον προηγούμενο τρόπο υπολογισμού (Europe 2020), το 2022 το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας που βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό ήταν 29,1%,  ενώ σύμφωνα με τη νέα μέθοδο υπολογισμού εκτιμάται σε 26,3% (Europe 2030) .

Λόγω λοιπόν της πρόσφατης αυτής αναθεώρησης, τα δεδομένα που παρουσιάζονται σε αυτό το δελτίο δεν έχουν ευθεία συγκρισιμότητα με στοιχεία προηγούμενων δημοσιεύσεων του Παρατηρητηρίου (Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την αναθεώρηση του δείκτη βλ. Παράρτημα).

Αναλυτικότερα, προκειμένου να αποτυπωθεί το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, στον δείκτη λαμβάνονται υπόψη: ο κίνδυνος φτώχειας σε όρους ονομαστικού εισοδήματος (Ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας), οι υλικές και κοινωνικές στερήσεις που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά (Ποσοστό πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις), καθώς και η ένταση της εργασίας των μελών των νοικοκυριών (Πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας).

Στην Έρευνα αναφοράς η πληθυσμιακή ομάδα των ατόμων με αναπηρία προσεγγίζεται στατιστικά με τον δείκτη GALI (Global Activity Limitation Index). Πρόκειται για έναν έμμεσο δείκτη προσδιορισμού της αναπηρίας, ο οποίος βασίζεται στην αυτοαναφορά περιορισμού της συνήθους δραστηριότητας του ατόμου, εξαιτίας προβλημάτων υγείας.

Κατά το έτος 2022 η έρευνα διενεργήθηκε σε τελικό δείγμα 10.202 νοικοκυριών και σε 22.317 μέλη των νοικοκυριών αυτών, εκ των οποίων 19.481 ηλικίας 16 ετών και άνω. Ο μέσος όρος μελών υπολογίστηκε ανά νοικοκυριό σε 2,2 .

Βασικά Ευρήματα

Σύμφωνα με τα στοιχεία του έτους 2022, το ποσοστό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία/περιορισμό της συνήθους δραστηριότητας εξαιτίας προβλήματος υγείας ανέρχεται σε 9%, του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω, ενώ ποσοστό 13,2% του πληθυσμού αντιμετωπίζουν μέτριο περιορισμό δραστηριότητας /αναπηρία .

Σύνθετος δείκτης  «Ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό»

  • Το 2022, σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό βρίσκεται το 35,1% των ατόμων ηλικίας 16 ετών και άνω με σοβαρή αναπηρία, σύμφωνα με τον δείκτη των Στόχων Europe 2030 (πρόσφατη αναθεώρηση), έναντι του 25,1 των ατόμων χωρίς αναπηρία της ίδιας ηλικίας.
  • Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (2021) ο δείκτης φτώχειας και αποκλεισμού των ατόμων με σοβαρή αναπηρία καταγραφή αύξηση της τάξεως των 3 μονάδων.
  • Η διαχρονική ανάλυση των δεδομένων αναδεικνύει την ένταση των ανισοτήτων εις βάρους του πληθυσμού με αναπηρία καθώς, παρότι κατά το διάστημα 2015-2022 καταγράφεται τάση αποκλιμάκωσης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στον πληθυσμό χωρίς αναπηρία, στον πληθυσμό με σοβαρή αναπηρία διαπιστώνεται αντίστροφή εξέλιξη, δηλαδή κλιμάκωση του φαινομένου της φτώχειας και του αποκλεισμού.
  • Ο κίνδυνος της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού είναι ιδιαίτερα αυξημένος στα άτομα με σοβαρή αναπηρία παραγωγικών ηλικιών. Το 2022, σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό διαβιούν το 50,7% των πολιτών με σοβαρή αναπηρία ηλικίας 16-64 ετών (χωρίς αναπηρία: 26,2%). Γενικά, η διαχρονική εξέλιξη του δείκτη φανερώνει την επιμονή του φαινομένου της φτώχειας στα άτομα με αναπηρία που βρίσκονται στο ηλικιακό φάσμα 16-64 ετών.
  • Ωστόσο, σημαντικό εύρημα αποτελεί και η αυξητική τάση του ποσοστού ατόμων με σοβαρή αναπηρία και ηλικία 65+ που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο φτώχειας ή τον κοινωνικό αποκλεισμό.
  • Το 2022 το ποσοστό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία 65 ετών και άνω σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό ανήλθε σε 27,4% από 22,7% το 2020.
  • Συνολικά κατά το διάστημα αναφοράς διαπιστώνεται διεύρυνση των ανισοτήτων εις βάρος των ατόμων με σοβαρή αναπηρία, με το χάσμα της φτώχειας και του αποκλεισμού να έχει αυξηθεί σημαντικά.
  • Ειδικότερα, ενώ το 2015 το Χάσμα Φτώχειας υπολογίζεται σε 17,6 μονάδες, το 2022 ανέρχεται σε 24,5 μονάδες.

Δείκτης  «Ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας» (Poverty Risk)

  • Το 2022, το ποσοστό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία και ηλικία 16 ετών και άνω που βρίσκεται στο φάσμα της φτώχειας αυξήθηκε από 19,2% (2021), σε 22,7%. Κατά το ίδιο διάστημα, ο δείκτης φτώχεια βρέθηκε να μειώνεται στα άτομα χωρίς αναπηρία από 19% το 2021 σε 17,7 το 2022.
  • Το 27,4% των ατόμων με σοβαρή αναπηρία και ηλικία 16-64 ετών ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ποσοστό αυξημένο κατά 1,5 μονάδα σε σύγκριση με το 2021, ενώ το ίδιο διάστημα, το ποσοστό των ατόμων χωρίς αναπηρία σημειώνει μείωση από σε 20,2% σε 18,4%.
  • Σημαντικό εύρημα αποτελεί η αυξητική τάση του ποσοστού ατόμων με σοβαρή αναπηρία και ηλικία 65+ που βρίσκονται στο φάσμα της φτώχειας. Ειδικότερα από το 2019 και ύστερα, καταγράφεται εκ νέου ανοδική εξέλιξη της τιμής του δείκτη. Η συνολική μεταβολή του δείκτη κατά το διάστημα αναφοράς είναι αυξητική, ενώ το 2022 ο δείκτη σημειώνει την υψηλότερη ετήσια μεταβολή του κατά το διάστημα αναφοράς, καταγράφοντας αύξηση της τάξεως των 5 μονάδων. Συγκεκριμένα, από 15,8% που υπολογίστηκε για το 2021, το 2022 ο κίνδυνος φτώχειας στα άτομα με σοβαρή αναπηρία 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 20,4%.

Δείκτης  «Ποσοστό πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις»

  • Το 2022, το 17,9 των ατόμων με σοβαρή αναπηρία 16 ετών και άνω αντιμετωπίζουν σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις, ενώ στον πληθυσμό χωρίς αναπηρία το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 13,1% (Συνολικός πληθυσμός: 13,5%).
  • Η διαχρονική εξέλιξη του δείκτη στα άτομα με σοβαρή αναπηρία καταδεικνύει μια σταθερά αυξητική πορεία μεταξύ των ετών 2020-2022. Τα στοιχεία και εδώ, επιβεβαιώνουν τη ισχυρή σχέση της αναπηρίας με τη φτώχεια, σε όρους υλικής και κοινωνικής στέρησης.
  • Τα άτομα με σοβαρή αναπηρία 16-64 ετών, το 2022, αντιμετωπίζουν σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις σε ποσοστό 26,3%, έναντι του 13,6% των πολιτών χωρίς αναπηρία. Παρότι ο δείκτης από το 2017 και μετά καταγράφει πτωτική πορεία, ωστόσο μεταξύ των ετών 2020 και 2021 καταγράφει νέα άνοδο.
  • Η τάση επιδείνωσης των υλικών συνθηκών διαβίωσης των ατόμων με αναπηρία κατά το διάστημα 2020-2022, επιβεβαιώνεται και στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων από 65 ετών και άνω.

Πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας (Europe 2030)

  • Κατά το διάστημα 2015-2022, παρότι ο γενικός δείκτης απασχόλησης σημειώνει μικρή αλλά σταθερή βελτίωση σε επίπεδο χώρας, ο πληθυσμός των ατόμων με αναπηρία που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας καταγράφει σημαντική αύξηση, από 24,1% που υπολογίστηκε για το 2015 σε 31,7% το 2022. Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (2021), ο δείκτης χαμηλή ένταση εργασίας στα άτομα με σοβαρή αναπηρία μειώθηκε κατά 2,5 μονάδες.

Βασικά συμπεράσματα

Παρά τη σταδιακή βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών δεικτών από το 2016, και τη σχετική αποκλιμάκωση του φαινομένου της φτώχειας και του αποκλεισμού στον γενικό πληθυσμό της χώρας, στον πληθυσμό με αναπηρία καταγράφεται δυστυχώς αντίστροφή εξέλιξη, δηλαδή κλιμάκωση του φαινομένου της φτώχειας και του αποκλεισμού και διεύρυνση των ανισοτήτων εις βάρους τους. Όπως επιβεβαιώνεται και στο παρόν δελτίο του Παρατηρητηρίου, η φτώχεια και η αναπηρία παραμένουν στη χώρα μας ζεύγος αχώριστο.

Η έκταση του φαινομένου της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στα άτομα με σοβαρή αναπηρία 16-64 ετών είναι δραματική, με τους μισούς πολίτες αυτής της κατηγορίας να βρίσκονται στο φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Γίνεται σαφές ότι σημαντικό τμήμα του παραγωγικού πληθυσμού με αναπηρία βρίσκεται εντελώς αποκλεισμένο από την πρωταρχική πηγή εισοδήματος, δηλαδή την εργασία, καθώς στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν μετέχει καν στο εργατικό δυναμικό της χώρας, καθώς μεταξύ άλλων σοβαρών εμποδίων, η λήψη των αναπηρικών επιδομάτων δεν έχει αποσυνδεθεί από την δυνατότητα για εργασία.

Πολύ αρνητική εξέλιξη είναι όμως και η αυξητική τάση στο ποσοστό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία και ηλικία από 65 ετών και άνω που βρίσκονται στο φάσμα της φτώχειας ή/και του αποκλεισμού και που αντιμετωπίζουν σοβαρές υλικές στερήσεις. Παρά το γεγονός ότι ειδικά τα πρώτα χρόνια της κρίσης οι ηλικίες αυτές έδειξαν μεγαλύτερα αντοχή στην φτωχοποίηση, λόγω της προστασίας των συντάξεων, οι συνεχείς περικοπές στις συντάξεις, αλλά και η κάθετη πτώση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, είναι μεταξύ των αιτιών που θέτουν πλέον και τους ηλικιωμένους με αναπηρία στα στρώματα που αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο εξαθλίωσης.

Παρότι λοιπόν πρόσφατα, υπήρξε μια πολύ σημαντική νίκη για το αναπηρικό κίνημα, δηλαδή η αύξηση των αναπηρικών επιδομάτων, που ήταν πάγιο αίτημα της ΕΣΑμεΑ και το έθετε με όλους τους τρόπους εδώ και χρόνια, το εν λόγω μέτρο δεν είναι αρκετό για να αντισταθμίσει το χάσμα του επιπέδου διαβίωσης των πολιτών με αναπηρία.

Συνεπώς, απαιτείται ένα γενναίο πρόγραμμα υποστήριξης του εισοδήματος και της κοινωνικής ένταξης των ατόμων με αναπηρία, με άμεση προτεραιότητα στην αποσύνδεση των αναπηρικών επιδομάτων από το δικαίωμα στην απασχόληση, και στην ενίσχυση των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και ένταξης στην εργασία. Παράλληλα, είναι απολύτως αναγκαία η λήψη θεσμικών μέτρων με στόχο την αύξηση των αναπηρικών συντάξεων, αλλά και τη δικαιότερη φορολογική αντιμετώπιση των ατόμων με αναπηρία, λαμβάνοντας υπόψη το πρόσθετο κόστος που αντιμετωπίζουν για την διαβίωση τους.

Ανάλυση ευρημάτων

Ο Σύνθετος Δείκτης: «Ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό» (Europe 2030)

Το 2022, σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό βρίσκεται το 35,1% των ατόμων ηλικίας 16 ετών και άνω με σοβαρή αναπηρία,  σύμφωνα με τον δείκτη των Στόχων Europe 2030 (πρόσφατη αναθεώρηση), έναντι του 25,1 των ατόμων χωρίς αναπηρία της ίδιας ηλικίας.

Συγκρίνοντας τα ποσοστά φτώχειας και αποκλεισμού στον πληθυσμό με αναπηρία και στον πληθυσμό χωρίς αναπηρία κατά το διάστημα αναφοράς (2015-2021), διαπιστώνουμε ότι:

Παρότι καταγράφεται τάση αποκλιμάκωσης του φαινομένου στον πληθυσμό χωρίς αναπηρία, αυτή η τάση δεν ακολουθείται στον πληθυσμό των ατόμων με αναπηρία.

Μεταξύ των ετών 2015 και 2022, καταγράφονται αθροιστικά οι εξής μεταβολές: το ποσοστό των φτωχών και αποκλεισμένων ατόμων με αναπηρία αυξήθηκε κατά 2 μονάδες, ενώ το ποσοστό των φτωχών και αποκλεισμένων πολιτών χωρίς αναπηρία, κατά το ίδιο διάστημα μειώθηκε κατά 6,6 μονάδες.

Όπως έχει δειχθεί σε προηγούμενα Δελτία του Παρατηρητήριου, η πραγματική έκταση του προβλήματος της φτώχειας και του αποκλεισμού, αποκαλύπτεται περισσότερο λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα της ηλικίας, και ειδικότερα εστιάζοντας στις παραγωγικές ηλικίες.

Στο γράφημα 2 αποτυπώνονται τα ποσοστά πληθυσμού με σοβαρή αναπηρία σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό για τα έτη 2015-2022, χωρισμένα στις ηλικιακές ομάδες «16-64 ετών» και «65 ετών και άνω».

Το 2022, σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό διαβιούν το 50,7% των πολιτών με σοβαρή αναπηρία ηλικίας 16-64 ετών, και το 27,4% ηλικίας άνω των 65. Αναλύοντας τα δεδομένα ανά ηλικιακή ομάδα καταδεικνύεται ότι ο κίνδυνος της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού είναι ιδιαίτερα αυξημένος στα άτομα με σοβαρή αναπηρία παραγωγικών ηλικιών, με την τιμή του δείκτη να κυμαίνεται σε διπλάσιο επίπεδο από την αντίστοιχη στον πληθυσμό 65 και άνω.

Ωστόσο, η συνολική μεταβολή του δείκτη από το 2015 είναι ισχνή στις παραγωγικές ηλικίες και ανέρχεται σε 1,3 ποσοστιαίες μονάδες. Παρότι μετά το 2018, έτος που ο δείκτης φτάνει στην υψηλότερη τιμή του κατά το διάστημα αναφοράς, διαπιστώνεται μια ελαφριά αποκλιμάκωση των ποσοστών φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, μεταξύ των ετών 2020-2022  καταγράφεται εκ νέου οριακή αύξηση του ποσοστού των φτωχών και αποκλεισμένων πολιτών παραγωγικής ηλικίας με σοβαρή αναπηρία.

Γενικά, η διαχρονική εξέλιξη του δείκτη φανερώνει την επιμονή του φαινομένου της φτώχειας στα άτομα με αναπηρία που βρίσκονται στο ηλικιακό φάσμα 16-64 ετών.

Ωστόσο, σημαντικό εύρημα αποτελεί και η αυξητική τάση του ποσοστού ατόμων με σοβαρή αναπηρία και ηλικία 65+ που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο φτώχειας ή τον κοινωνικό αποκλεισμό. Παρότι αυτή η ηλικιακή ομάδα έδειξε μεγαλύτερη αντοχή ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, οι συνεχόμενες περικοπές στις συντάξεις, οι φορολογικές επιβαρύνσεις, οι επιπτώσεις την πανδημικής κρίσης κατά την οποία δεν λήφθηκε κανένα μέτρο οικονομικής ενίσχυσης των ατόμων με αναπηρία,  αλλά και η ενεργειακή και πληθωριστική κρίση των τελευταίων χρόνων, είχαν σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω φτωχοποίηση των συνταξιούχων και δη των συνταξιούχων με αναπηρία.

Το 2022 το ποσοστό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία 65 ετών και άνω σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό ανήλθε σε 27,4% από 22,7% το 2020.

Συγκρίνοντας τα ποσοστά φτώχειας και αποκλεισμού στον πληθυσμό με αναπηρία και στον πληθυσμό χωρίς αναπηρία στην ηλικιακή ομάδα 16-64 ετών, διαπιστώνουμε ότι το χάσμα της φτώχειας και του αποκλεισμού των πολιτών με σοβαρή αναπηρία παραγωγικής ηλικίας σε σύγκριση με τους πολίτες χωρίς αναπηρία (δηλαδή η διαφορά του ποσοστού του πληθυσμού με σοβαρή αναπηρία σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό και του αντίστοιχου ποσοστό στον πληθυσμού χωρίς αναπηρία), είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό και υπολογίζεται μεσοσταθμικά για το διάστημα 2015-2022 στις 22 μονάδες.

Όπως και στην περίπτωση του πληθυσμού 16 ετών και άνω, καταγράφεται και εδώ η γενική τάση μείωσης της φτώχειας και του αποκλεισμού στα άτομα χωρίς αναπηρία, εξέλιξη που δεν συνάδει με την διαχρονική εικόνα του δείκτη στον πληθυσμό με αναπηρία.

Συνολικά κατά το διάστημα αναφοράς διαπιστώνεται διεύρυνση των ανισοτήτων εις βάρος των ατόμων με σοβαρή αναπηρία, με το χάσμα της φτώχειας και του αποκλεισμού να έχει αυξηθεί σημαντικά. Ειδικότερα,  το 2015 ο δείκτης υπολογίζεται σε 17,6 μονάδες και το 2022 ανέρχεται σε 24,5 μονάδες. Εξαιρώντας την μείωση του ποσοστού φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού των ατόμων με σοβαρή αναπηρία μεταξύ των ετών 2019-2020 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος τα έτη 2018-2019), την τελευταία τριετία ο δείκτης εξακολουθεί να καταγράφει ανοδική πορεία.

Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας

Μεθοδολογικό σημείωμα

Ο δείκτης κινδύνου φτώχειας (Poverty Risk), μετράει τη σχετική εισοδηματική φτώχεια του πληθυσμού αναφορικά με ένα κυμαινόμενο κατώφλι φτώχειας. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο δείκτης κινδύνου φτώχειας, έχοντας ως κατώφλι το διάμεσο ισοδύναμο εισόδημα, επηρεάζεται δραστικά από τη συνολική κατανομή του εισοδήματος του πληθυσμού, καθώς μεταβάλλεται σε συνάρτηση με τη γενική εισοδηματική μεταβολή.

Στην Ελλάδα, η συνολική φτωχοποίηση του πληθυσμού είχε σαν αποτέλεσμα την προς τα κάτω συμπίεση της γραμμής της φτώχειας. Ειδικότερα, το κατώφλι της φτώχειας ορίζεται σήμερα στα 5.712 ευρώ ανά άτομο ενώ το 2008 ήταν 6.480 ευρώ. Αυτή η μεταβολή συνεπάγεται ότι τμήματα του πληθυσμού με ένα δεδομένο σταθερό ετήσιο εισόδημα, για παράδειγμα της τάξεως των 6.000  ευρώ, ενώ το 2008 εντάσσονταν στην κατηγορία των φτωχών, το 2022 δεν εξακολουθούν να κατατάσσονται κάτω από το όριο της φτώχειας (έτος αναφοράς εισοδήματος 2021).

Οι σχετικά μικρές μεταβολές του δείκτη διαχρονικά, φανερώνουν τη μικρή ερμηνευτική του δύναμη αναφορικά με το φαινόμενο της πραγματικής φτωχοποίησης του πληθυσμού της χώρας. Επίσης ο δείκτης δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματική αγοραστική δύναμη  και το κόστος διαβίωσης των ατόμων. Για αυτούς τους λόγους, ο σύνθετος δείκτης «Κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού» χρησιμοποιείται πλέον ως περισσότερο αντιπροσωπευτικός του φαινόμενου της φτώχειας.

Επιπροσθέτως, για τον πληθυσμό των ατόμων με αναπηρία πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι επωμίζονται συχνά ένα πρόσθετο κόστος διαβίωσης που απορρέει από την αναπηρία. Συνεπώς το γενικώς οριζόμενο κατώφλι φτώχειας είναι ακόμα λιγότερο έγκυρο ως μέτρο για την φτωχοποίηση αυτής της ομάδας του πληθυσμού, και ιδίως στο βαθμό που δεν εξαιρούνται από το συνολικό εισόδημα τα επιδόματα αναπηρίας τα οποία δαπανώνται για την κάλυψη πρόσθετων αναγκών σε εξειδικευμένες υπηρεσίες και αγαθά.

Συνεπώς ο δείκτης έχει αξία όταν ερμηνεύεται με όρους εισοδηματικής ανισότητας (σχετικής φτώχειας σε όρους ονομαστικού εισοδήματος) των διαφόρων κατηγοριών του πληθυσμού, παρά ως ένδειξη της φτώχειας και των πραγματικών υλικών συνθηκών διαβίωσης.

Το κατώφλι της φτώχειας  για το έτος αναφοράς εισοδήματος της έρευνας ανέρχεται στο ποσό των 5.712 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 9.520 ευρώ.

Ως κίνδυνος φτώχειας (Poverty Risk) ορίζεται το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.

Το έτος 2022, το 18,8% του συνολικού πληθυσμού της xώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας, σημειώνοντας μείωση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος .

Στο γράφημα 4 απεικονίζεται ο δείκτης κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις , συμπεριλαμβάνοντας δηλαδή στο εισόδημα των νοικοκυριών τα κοινωνικά επιδόματα και ενισχύσεις και τις συντάξεις,  στον πληθυσμό με σοβαρή αναπηρία και χωρίς αναπηρία 16 ετών και άνω, για τα έτη 2013-2022.

Παρότι διαχρονικά ο δείκτης κινδύνου φτώχειας καταγράφει τάση αποκλιμάκωσης και στις δύο ομάδες του πληθυσμού (με και χωρίς αναπηρία), ενώ και μέχρι το 2021 το ποσοστό κινδύνου φτώχειας των ατόμων με σοβαρή αναπηρία βρίσκεται σε οριακά υψηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με το ποσοστό φτώχειας του πληθυσμού χωρίς αναπηρία (μεσοσταθμική διαφορά για τα έτη 2013-2021: 0,6 μονάδες), το 2022 καταγράφεται σημαντική άνοδος στην τιμή του δείκτη φτώχειας στα άτομα με αναπηρία, της τάξεως των 3 μονάδων.

Πιο συγκεκριμένα το 2022, το ποσοστό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία και ηλικία 16 ετών και άνω που βρίσκεται στο φάσμα της φτώχειας αυξήθηκε από 19,2% το 2021, σε 22,7%. Κατά το ίδιο διάστημα, ο δείκτης φτώχεια βρέθηκε να μειώνεται στα άτομα χωρίς αναπηρία από 19% το 2021 σε 17,7 το 2022.

Όπως και στην περίπτωση του σύνθετου δείκτη, και οι ανισότητες που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία ως προς την πρόσβαση τους σε ένα επαρκές εισόδημα γίνονται περισσότερο φανερές εστιάζοντας στις παραγωγικές ηλικίες.

Ένα βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα δεδομένα του γραφήματος 5 είναι ότι όπως και στην εξέλιξη του σύνθετου δείκτη, κατά τα έτη 2013-2016 διαπιστώνεται άμβλυνση του δείκτη φτώχειας ως αποτέλεσμα της συνολικής φτωχοποίησης του ελληνικού πληθυσμού και της γενικευμένης μείωσης όλων σχεδόν των εισοδημάτων, με αναλογικά μικρότερη μείωση στα χαμηλότερα εισοδήματα . Η εξέλιξη αυτή μείωσε και τον βαθμό εισοδηματικής ανισότητας κατά το διάστημα αναφοράς ανάμεσα στα άτομα με αναπηρία και τα άτομα χωρίς αναπηρία.

Μετά το 2016, όπου ξεκινάει να καταγράφεται αύξηση του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών , το ποσοστό των φτωχών με σοβαρή αναπηρία αυξάνεται εκ νέου, και διαπιστώνεται περαιτέρω “άνοιγμα της ψαλίδας”, δηλαδή της διαφοράς στα ποσοστά φτώχειας των ατόμων με αναπηρία σε σύγκριση με τον πληθυσμό χωρίς αναπηρία.

Το 2022 το 27,4% των ατόμων με σοβαρή αναπηρία και ηλικία 16-64 ετών ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ποσοστό αυξημένο κατά 1,5 μονάδα σε σύγκριση με το 2021, ενώ το ίδιο διάστημα, το ποσοστό των ατόμων χωρίς αναπηρία σημειώνει μείωση από σε 20,2% σε 18,4%.

Η τιμή στον δείκτη «χάσμα φτώχειας ατόμων με σοβαρή αναπηρία 16-64 ετών», δηλαδή η διαφορά του ποσοστού φτώχειας μεταξύ των ατόμων με σοβαρή αναπηρία και των ατόμων χωρίς αναπηρία, το 2022 ανέρχεται στις 9 μονάδες.

Σημαντικό εύρημα που ήδη διαπιστώθηκε στην εξέταση του σύνθετου δείκτη αποτελεί η σημαντική αυξητική τάση του ποσοστού ατόμων με σοβαρή αναπηρία και ηλικία 65+ που βρίσκονται στο φάσμα της φτώχειας. Ειδικότερα από το 2019 και ύστερα, καταγράφεται εκ νέου ανοδική εξέλιξη της τιμής του δείκτη. Η συνολική μεταβολή του δείκτη κατά το διάστημα αναφοράς είναι αυξητική, ενώ το 2022 ο δείκτη σημειώνει την υψηλότερη ετήσια μεταβολή του κατά το διάστημα αναφοράς, καταγράφοντας αύξηση της τάξεως των 5 μονάδων. Συγκεκριμένα, από 15,8% που υπολογίστηκε για το 2021, το 2022 ανέρχεται σε 20,4%.  Δεδομένης της μικρής μεταβλητότητας του εν λόγω δείκτη ο οποίος εξαρτάται απόλυτα από την συνολική κατανομή του εισοδήματος, η καταγραφείσα μεταβολή είναι ιδιαίτερα σοβαρή.

Όπως φαίνεται στο γράφημα 6, η τιμή στον δείκτη χάσμα φτώχειας ατόμων με σοβαρή αναπηρία 65 ετών και άνω, αυξάνεται σχεδόν σταθερά από το 2018 έως το 2022.

Παρά λοιπόν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, τα κοινωνικά επιδόματα και τις συντάξεις, τα επίπεδα φτώχειας στα άτομα με αναπηρία είναι πολύ ανησυχητικά.

Στην περίπτωση των ατόμων παραγωγικής ηλικίας, γίνεται σαφές ότι σημαντικό τμήμα του παραγωγικού πληθυσμού με αναπηρία βρίσκεται εντελώς αποκλεισμένο από την πρωταρχική πηγή εισοδήματος, δηλαδή την εργασία, αφού στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα άτομα με αναπηρία δεν μετέχουν καν στο εργατικό δυναμικό της χώρας.

Η έξαρση του φαινομένου της φτώχειας στα άτομα με αναπηρία άνω των 65 συνδέεται αφενός με τις συνεχόμενες περικοπές στο ύψος των συντάξεων, με αποτέλεσμα οι «νέοι ηλικιωμένοι» και οι «νέοι συνταξιούχοι» να απολαμβάνουν όλο και μικρότερο εισόδημα και αφετέρου με την άνοδο του ορίου της φτώχειας από το 2017 και έπειτα (με εξαίρεση το 2021) όπου καταγράφεται αύξηση του μέσου ατομικού εισοδήματος.

Πληθυσμός με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις (Europe 2030)

Ο δείκτης «ποσοστό πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις» εκτιμά τα επίπεδα διαβίωσης μετρώντας το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από ένα κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών (6 σχετίζονται με το άτομο και 7 σχετικά με το νοικοκυριό).

Κατάλογος αγαθών και υπηρεσιών δείκτη υλικών και κοινωνικών στερήσεων

Στερήσεις σε επίπεδο νοικοκυριού

  •  Δυσκολίες ανταπόκρισης στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών όπως ενοίκιο ή δόση δανείου της κύριας κατοικίας, λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, αερίου κλπ., δόσεις πιστωτικών καρτών ή δόσεις δανείου για οικοσκευή, διακοπές κ.ά., ή αγορές με δόσεις
  •  Οικονομική αδυναμία για πληρωμή μιας εβδομάδας διακοπών
  • Οικονομική αδυναμία για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας
  • Οικονομική αδυναμία για αντιμετώπιση έκτακτων, αλλά αναγκαίων δαπανών
  • Οικονομική αδυναμία να διαθέτουν ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο
  • Οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι
  • Οικονομική αδυναμία για αντικατάσταση επίπλων όταν αυτά φθείρονται ή καταστρέφονται

Στερήσεις σε επίπεδο μέλους του νοικοκυριού

  • Οικονομική αδυναμία να έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο
  • Οικονομική αδυναμία για αντικατάσταση των φθαρμένων ρούχων με καινούργια
  • Οικονομική αδυναμία να έχει δύο ζευγάρια υποδήματα
  • Οικονομική αδυναμία να ξοδεύει χρήματα, σχεδόν κάθε εβδομάδα, για τον εαυτό του
  • Οικονομική αδυναμία για συνάντηση με φίλους/συγγενείς για έναν καφέ/ποτό/γεύμα στο σπίτι τουλάχιστον μια φορά το μήνα
  • Οικονομική αδυναμία για συμμετοχή τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής με πληρωμή αντιτίμου και
  • Οικονομική αδυναμία για αντικατάσταση επίπλων όταν αυτά φθείρονται ή καταστρέφονται.

Το 2022, το 17,9 των ατόμων με σοβαρή αναπηρία 16 ετών και άνω αντιμετωπίζουν σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις, ενώ στον πληθυσμό χωρίς αναπηρία το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 13,1% (Συνολικός πληθυσμός: 13,5%). Η διαχρονική εξέλιξη του δείκτη στα άτομα με σοβαρή αναπηρία καταδεικνύει μια σταθερά αυξητική πορεία μεταξύ των ετών 2020-2022, παρότι το 2020 καταγράφεται αξιοσημείωτη πτώση του ποσοστού. Τα στοιχεία και εδώ, επιβεβαιώνουν τη ισχυρή σχέση της αναπηρίας με τη φτώχεια, σε όρους υλικής και κοινωνικής στέρησης.

Όπως διαπιστώνεται και στις υπόλοιπες συνιστώσες της φτώχειας, και το φαινόμενο της υλικής στέρησης είναι εντονότερο στα άτομα που βρίσκονται στο ηλικιακό φάσμα 16-64 ετών.

Το γράφημα 8 αποτυπώνει τη διαχρονική εξέλιξη του ποσοστού υλικής και κοινωνικής στέρησης για τα άτομα με σοβαρή και χωρίς αναπηρία στις ομάδες ηλικιών «16-64 ετών» και «65+». Η διαγραμματική απεικόνιση, καθιστά εμφανές το σταθερό διαχρονικό χάσμα στο επίπεδο των υλικών συνθηκών διαβίωσης μεταξύ των ατόμων, σε συνάρτηση με την αναπηρία.

Τα άτομα με σοβαρή αναπηρία 16-64 ετών, το 2022, αντιμετωπίζουν σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις σε ποσοστό 26,3%, έναντι του 13,6% των πολιτών χωρίς αναπηρία. Παρότι ο δείκτης από το 2017 και μετά καταγράφει πτωτική πορεία, ωστόσο μεταξύ των ετών 2020 και 2021 καταγράφει εκ νέου ανοδική τροχιά.

Η ανάλυση του δείκτη στις δυο ηλικιακές κατηγορίες αναδεικνύει ότι η τάση επιδείνωσης των υλικών συνθηκών διαβίωσης των ατόμων με αναπηρία κατά το διάστημα 2020-2022, επιβεβαιώνεται και στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων από 65 ετών και άνω.  Παρότι από το 2019 στο 2020 σημειώθηκε σημαντική μείωση του ποσοστού ατόμων με σοβαρή αναπηρία 64 ετών και άνω που ζουν σε συνθήκες υλικής και κοινωνικής στέρησης (2019: 20,5%/ 2020: 16,2%), την τελευταία διετία διαπιστώνεται εκ νέου αύξηση του δείκτη.

Εντούτοις, η έννοια της υλικής στέρησης εδώ δεν λαμβάνει υπόψη τις ανελαστικές ανάγκες σε εξειδικευμένα αγαθά και υπηρεσίες (υγείας, αποκατάστασης κ.λπ.) που απορρέουν από την κατάσταση της αναπηρίας. Η μη ικανοποίηση αυτών των αναγκών αποτελεί προφανώς κατάσταση σημαντικής υλικής αποστέρησης για τον πληθυσμό με αναπηρία, και δεν αποτυπώνεται στον εν λόγω δείκτη. Υπό αυτή την έννοια, το ποσοστό του πληθυσμού των ατόμων με αναπηρία που στερούνται τη δυνατότητα ενός ανεκτού επιπέδου υποεκτιμάται στα διαθέσιμα δεδομένα.

Πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας (Europe 2030)

Ο αναθεωρημένος δείκτης «Ποσοστό πληθυσμού που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας» (Europe 2030),  αναφέρεται στο ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 0-64 που διαβιούν σε νοικοκυριά που τα μέλη τους εργάστηκαν λιγότερο από 20% της συνήθους απασχόλησης κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους.

Η ανάλυση του δείκτη  στον πληθυσμό των ατόμων με αναπηρία καθιστά εμφανές ότι ο τομέας της απασχόλησης αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο ύπαρξης εμποδίων και αναπαραγωγής διακρίσεων εις βάρος του πληθυσμού των ατόμων με αναπηρία και των οικογενειών τους.

Κατά το διάστημα αναφοράς 2015-2022, δεδομένου ότι και ο γενικός δείκτης απασχόλησης σημειώνει μικρή αλλά σταθερή βελτίωση σε επίπεδο χώρας , ανάλογη πορεία ακολουθείται και στον δείκτη χαμηλή ένταση εργασίας στον πληθυσμό χωρίς αναπηρία.

Ειδικότερα, στα άτομα χωρίς αναπηρία, η χαμηλή ένταση εργασίας σημειώνει μείωση της τάξεως των 6 μονάδων από το 2015 έως το 2022.

Αντιθέτως, ο πληθυσμός των ατόμων με αναπηρία που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας καταγράφει αύξηση από 24,1% που υπολογίστηκε για το 2015 σε 31,7% το 2022.

Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ο δείκτης χαμηλή ένταση εργασίας στα άτομα με σοβαρή αναπηρία μειώθηκε κατά 2,5 μονάδες.

Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι, η αναθεωρημένη μέθοδος υπολογισμού του δείκτη,  μειώνει σημαντικά τις ποσοτικές εκτιμήσεις του φαινομένου. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον προηγούμενο τρόπο υπολογισμού (Europe 2020), το 2021, το ποσοστό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία που διαβιούσαν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας ήταν 42,1% , ενώ σύμφωνα με τη νέα μέθοδο εκτιμάται σε 34,2%.

Ποσοστό σοβαρής υλικής στέρησης

Ο δείκτης «ποσοστό ατόμων με σοβαρές υλικές στερήσεις» εκτιμά τα επίπεδα διαβίωσης μετρώντας το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 4 από ένα κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών. Ο δείκτης «ποσοστό ατόμων με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις» (αλλάζει και η λεκτική διατύπωση του δείκτη) εκτιμά τα επίπεδα διαβίωσης μετρώντας το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από ένα κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών (6 σχετίζονται με το άτομο και 7 σχετικά με το νοικοκυριό)

Ποσοστό κινδύνου φτώχειας

Ως κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ορίζεται το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.

Δείκτης χαμηλής έντασης εργασίας

Ο δείκτης αναφέρεται στο ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 0-59 που διαβιούν σε νοικοκυριά που τα μέλη τους εργάστηκαν λιγότερο από 20% της συνήθους απασχόλησης κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους. Η ένταση εργασίας του νοικοκυριού ορίζεται ως ο λόγος μεταξύ του αριθμού των μηνών που όλα τα μέλη εργάζονται κατά το προηγούμενο έτος και του συνολικού αριθμού των μηνών που θα μπορούσαν θεωρητικά να έχουν εργαστεί κατά την ίδια περίοδο. Οικονομικά ενεργά μέλη θεωρούνται τα μέλη του νοικοκυριού ηλικίας 18-59 ετών. Τα νοικοκυριά που αποτελούνται μόνο από μαθητές ή σπουδαστές κ.λπ. κάτω των 25 ετών ή και άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω εξαιρούνται από τον υπολογισμό του δείκτη.    Ο δείκτης αναφέρεται στο ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 0-64 που διαβιούν σε νοικοκυριά που τα μέλη τους εργάστηκαν λιγότερο από 20% της συνήθους απασχόλησης κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους. Η ένταση εργασίας του νοικοκυριού ορίζεται ως ο λόγος μεταξύ του αριθμού των μηνών που όλα τα μέλη εργάζονται κατά το προηγούμενο έτος και του συνολικού αριθμού των μηνών που θα μπορούσαν θεωρητικά να έχουν εργαστεί κατά την ίδια περίοδο. Οικονομικά ενεργά μέλη θεωρούνται τα μέλη του νοικοκυριού ηλικίας 18-64 ετών. Τα νοικοκυριά που αποτελούνται μόνο από μαθητές ή σπουδαστές κ.λπ. κάτω των 25 ετών, ή 60-64 ετών που δεν είναι οικονομικά ενεργά ή και άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω εξαιρούνται από τον υπολογισμό του δείκτη.

Διαβάστε πλήρως την έρευνα με τα γραφήματα εδώ.

Πηγή: Ε.Σ.Α.μεΑ.

 

Σχετικά με τον συντάκτη

Η μοναδική, πλήρως προσβάσιμη για κάθε χρήστη, διαδραστική, κοινωνική πύλη ενημέρωσης στην Ελλάδα!

Αφήστε σχόλιο

ΧΟΡΗΓΟΙ

Επιστροφή στην κορυφή