Ο θάνατος του Γιάννη Διακογιάννη την Τρίτη, 13 Δεκεμβρίου, σε ηλικία 91 έτους, βύθισε σε βαρύ πένθος την Ελληνική Δημοσιογραφία αλλά και το χώρο του αθλητισμού και της τηλεόρασης.
Υπήρξε από τα κορυφαία στελέχη της αθλητικής δημοσιογραφίας – γραπτής και ηλεκτρονικής-και ο αναμφισβήτητα κορυφαίος σχολιαστής ποδοσφαιρικών αγώνων και αγώνων στίβου για πολλές δεκαετίες. Ήταν ο στυλοβάτης της ΕΡΤ από την πρώτη ημέρα της λειτουργίας της, ο δάσκαλος τριών γενεών τηλεσχολιαστών, ένας μορφωμένος, ευγενής «πατριάρχης» που τον αγαπούσαν και τον σέβονταν όλοι στον δημοσιογραφικό και αθλητικό χώρο για τις γνώσεις, το ήθος, τη συμπεριφορά και την ευρυμάθειά του.
Και περισσότερο: Τον λάτρεψαν εκατομμύρια φίλαθλοι που τον απολάμβαναν στις εκπομπές και μεταδόσεις του. Υπήρξε μακράν ο πιο δημοφιλής και αγαπητός σπορτκάστερ των φιλάθλων ανεξαρτήτως οπαδικών προτιμήσεων.
Ένας σοβαρός άνθρωπος που δεν δίστασε να προετοιμάσει τους διαδόχους του στο μικρόφωνο της ΕΡΤ από πολύ νωρίς, προσφέροντάς τους μια θέση δίπλα του από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 ( Βαγγέλης Φουντουκίδης) ως τα τέλη της ίδιας δεκαετίας ( Δημήτρης Κωνσταντάρας, Μανώλης Μαυρομμάτης, Σταύρος Τσώχος, Γιάννης Μαμουζέλος) και καθ όλη τη δεκαετία του ΄80 ( Νίκος Κατσαρός, Φίλιππος Συρίγος) ως και τη νέα γενιά στα τέλη του ΄80. Τους αγκάλιασε όλους με αδελφική και πατρική αγάπη, τους δίδαξε και τους βοήθησε ώστε να τον βοηθήσουν.
Το βιογραφικό του είναι λίγο-πολύ γνωστό.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και πήγε στη Σχολή Καλπάκα στο Παγκράτι. Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία 11 ετών και η μητέρα του εν μέσω της Κατοχής πούλησε το πιάνο της, με αποτέλεσμα να του ψαλιδίσει τα φτερά στο χώρο της μουσικής, την οποία αγαπούσε περισσότερο και από τον αθλητισμό. Παντρεύτηκε δυο φορές, μια στη Γαλλία και μια στην Ελλάδα. Πήγε στη Γαλλία το 1954 για να σπουδάσει ιατρική, σπούδασε μουσική, όμως τελικά τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Η αγάπη του για τα σπορ τον οδήγησε στα γραφεία της μεγάλης εφημερίδας L’Équipe και του περιοδικού France Football. Έκανε ένα γιό που έμεινε στη Γαλλία, γύρισε στην Ελλάδα το 1960, παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του Βαρβάρα με την οποία έκανε αργότερα μια κόρη ( Οντέτ Διακογιάννη) άνοιξε την αγκαλιά του και μεγάλωσε την κόρη της συζύγου του (Μαρίκα Ζούλα) από τον πρώτο της γάμο ην οποία τον λάτρεψε και για χάρη των γονιών της άλλαξε το επίθετό της σε «Βαγιάννη» και την βοήθησε να εξελιχθεί σε προσωπικότητα της τηλεόρασης ως Ρίκα Βαγιάννη.
Έχασε από καρκίνο και τη Βαρβάρα και τη Ρίκα, αποχώρησε από τη ενεργό δημοσιογραφία στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει, να τραγουδά τα αγαπημένα του Γαλλικά τραγούδια και να παρακολουθεί όλα τα αθλητικά τεκταινόμενα. Τιμήθηκε για την εν γένει προσφορά του με το βραβείο «Ελένη Βλάχου» το 2003, ως δημοσιογράφος των «Νέων» ενώ το 1979 «έγινε» τραγούδι από τον Λουκιανό Κηλαιδόνη .