Πίνακας ζωγραφικής που απεικονίζει τον Χαρίλαο Τρικούπη στο βήμα της Βουλής και γύρω του σε έδρανα και όρθιοι και άλλοι βουλευτές

Μια από τις πιο σημαντικές φράσεις της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, η φράση «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» που αποτελεί μια ιστορική αναφορά η οποία αποδίδεται στον τότε (1893) πρωθυπουργό της Ελλάδας, Χαρίλαο Τρικούπη. Ωστόσο η φράση αυτή δεν είναι καταγεγραμμένη στα Πρακτικά της Βουλής. Αλλά ουδέποτε αμφισβητήθηκε, τόσο διότι από τα Πρακτικά – χειρόγραφα βεβαίως- συχνά λείπουν διάφορες φράσεις ή λέξεις , όσο και διότι την είπε ο Τρικούπης ή αμέσως μετά την κάθοδό του από το Βήμα της Βουλής ή στις πρώτες συζητήσεις του μετά την ομιλία του. Το γεγονός πάντως είναι ότι στις 10 Δεκεμβρίου 1893, η Ελλάδα βρισκόταν υπό πτώχευση όπως προκύπτει και από την οικονομική κατάσταση του κράτους και από την αδυναμία του να αποπληρώσει το δημόσιο χρέος της.

Η Κυβέρνηση του Τρικούπη κήρυξε πτώχευση, η οποία και επέφερε την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου σε βάρος της Ελλάδας.

Διάφορες άλλες μαρτυρίες, (όπως η μαρτυρία του Ανδρέα Συγγρού στα Απομνημονεύματά του, που αναφέρει πως άκουσε εκείνη την μέρα τον Τρικούπη να προφέρει την φράση στην ομιλία του), αναφέρουν πως η φράση ελέχθη κανονικά από αυτόν, αλλά χωρίς να είναι ξεκάθαρο πότε ειπώθηκε.

Το βέβαιο είναι ότι ειπώθηκε από τον Χ. Τρικούπη την παραπάνω ημερομηνία στην Παλαιά Βουλή, εκτός κειμένου, ίσως μετά το πέρας της ανακοίνωσης “εν τη ρύμη του λόγου” του, αναφέροντας «εν παρόδω» στις αναγκαίες προς τους δανειστές διαπραγματεύσεις, που πίεζαν απροκάλυπτα τον οικονομικό έλεγχο της Ελλάδας και ολόκληρη η φράση του ήταν: «πρέπει να λαλήσωμεν προς αυτούς : επτωχεύσαμεν δυστυχώς». Η αντιπολίτευση όμως εκμεταλλευόμενη κομματικά τη φράση αυτή παράστησε τον πρωθυπουργό να κηρύσσει με αυτήν επίσημα από του βήματος της Βουλής τη χρεοκοπία της Ελλάδας. Τη θέση αυτή υιοθέτησαν και όλα σχεδόν τα έντυπα της εποχής σε σημείο που να δημιουργήσουν ακόμα και απογοήτευση στους οπαδούς του Χ. Τρικούπη. Η προπαγάνδα αυτή το πόσο ευνόησε υπέρμετρα την τότε αντιπολίτευση διαφαίνεται από τον ειρωνικό σκωπτικό χαρακτήρα που αποδόθηκε σ΄ αυτήν και που χρησιμοποιήθηκε ομοίως μυριάδες φορές με συνέπεια να παραμείνει ιστορική μέχρι σήμερα.

Παρόμοια επίσης φράση, ελαφρά παραλλαγμένη, χρησιμοποίησε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν με την φράση του «τελικώς επτωχεύσαμεν» τον Μάιο του 1932, η κυβέρνησή του κήρυττε για άλλη μια φορά πτώχευση της Ελλάδας, κάτω από το υψηλό χρέος του εξωτερικού δανεισμού, επικαλούμενος ακόμη και τη Μικρασιατική Καταστροφή, που είχε σημειωθεί δέκα χρόνια πριν, αλλά και τη διεθνή οικονομική ύφεση από το Κραχ του 1929, ενώ στην πραγματικότητα ήταν συσσώρευση πολλών χρεών μαζί από την αρχή του αιώνα.

Ο πολύπειρος πολιτικός ήταν αναγκασµένος να επιβάλει επιπλέον επώδυνους φόρους (ακόµα και στα ζώα που σφάζονταν), να συνάψει νέο επαχθές δάνειο µε τις μεγάλες δυνάμεις, όπως ήταν για παράδειγμα η Αγγλία, και να ανεχθεί έναν ασφυκτικό διεθνή οικονομικό έλεγχο, µε τους δανειστές να ζητούν τη λήψη επιπλέον μέτρων χωρίς καν την έγκριση του Κοινοβουλίου.

Η ιστορία καταγράφει:

Το νεοελληνικό κράτος ξεκίνησε τη ζωή του επιβαρυμένο ήδη µε ένα σημαντικό εξωτερικό χρέος, καθώς από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης αναζητούσε απεγνωσμένα πόρους προκειμένου να χρηματοδοτήσει τον Αγώνα και να διεθνοποιήσει την προσπάθεια για ανεξαρτησία. Τους βρήκε στην Αγγλία, αλλά µε ληστρικούς όρους αποπληρωμής, καθώς μπήκαν ως εγγύηση οι εθνικές γαίες και όλα τα δημόσια έσοδα που θα προέκυπταν. Ένα στοιχείο και µόνο αρκεί για να αντιληφθεί κανείς τον παραλογισμό της συμφωνίας: Από τις 800.000 λίρες του δανείου, θα φτάσουν στην επαναστατική διοίκηση μόλις… 298.000 λίρες.

Τα υπόλοιπα πήγαν σε παρακρατήσεις, προμήθειες και έξοδα έκδοσης. Παρ’ όλα αυτά, χαιρετίστηκε ως πολιτική επιτυχία. Ακολούθησαν κι άλλα δάνεια, που μοιραία οδήγησαν το μετέπειτα βασίλειο της Ελλάδας στην πρώτη χρεοκοπία το 1827. Το πάθημα, όμως, δεν γίνεται μάθημα. Επί δεκαετίες η χώρα έπαιρνε δάνεια επί δανείων προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει. Όσο πιο αφερέγγυα, όμως, γινόταν στην αποπληρωμή τους, τόσο δυσμενέστεροι ήταν οι όροι που επιβάλλονταν κάθε φορά που ζητούσε νέα οικονομική συνδρομή. Επακολούθησε νέα χρεοκοπία, το 1843.

Το έτος 1878 -παραδόξως- διευθετήθηκαν τα πρώτα χρέη και η Ελλάδα απευθύνθηκε και πάλι στις διεθνείς αγορές. Αυτήν τη φορά δανείστηκε για να καλύψει κυρίως τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες αλλά και τις απαιτήσεις της εκλογικής πελατείας. Ο υπερδανεισμός κατέληξε πάλι στην υπερχρέωση. Έως και το έτος 1884 το χρέος σχεδόν διπλασιάστηκε, το 1887 τετραπλασιάστηκε και πριν από την πτώχευση του 1893 σχεδόν επταπλασιάστηκε.

Σχετικά με τον συντάκτη

Η μοναδική, πλήρως προσβάσιμη για κάθε χρήστη, διαδραστική, κοινωνική πύλη ενημέρωσης στην Ελλάδα!

Αφήστε σχόλιο

ΧΟΡΗΓΟΙ

Επιστροφή στην κορυφή